SOUTH EAST EUROPEAN INSTITUTE

OF

INTERNATIONAL AFFAIRS

The SEEIIA is an e-based forum of mainly but not exclusively International Relations scholars from across the world. More information on the board of directors, members, associate members, activities, e-publications, articles in English and Greek as well excerpts of the K. Anan Plan (English version) may be obtained at

www.seeiia.freeservers.com

email: seeiia@yahoo.gr

 

The views presented in this report are personal and do not reflect the views of our members and associate members.

Dr. George Voskopoulos

 

 

ΣΧΕΔΙΟ ΑΝΑΝ - ΓΙΑΤΙ…ΟΧΙ…

 

 

Η δημοσιοποίηση του πέμπτου και τελικού σχεδίου Ανάν φέρνει αναμφίβολα την ελληνική και ελληνοκυπριακή πλευρά σε δύσκολη θέση και μπροστά σε μία κρίσιμη και ιστορική απόφαση. Οι αποφάσεις που θα ληφθούν θα σημαδέψουν τη στρατηγική ισορροπία στο πλαίσιο σχέσεων των Ελλάδας-Τουρκίας-ΕΕ-ΗΠΑ-Κύπρου. Επιπλέον η ελληνική στάση στο Κυπριακό καλείται να τοποθετηθεί και αναλυθεί στα πλαίσια του ευρύτερου συνόλου των ελληνο-τουρκικών σχέσεων.

 

Η απόφαση αποδοχής ή απόρριψης του σχεδίου Ανάν και οι παρενέργειες της όποιας απόφασης δεν αφορούν πρώτιστα όχι τη βιωσιμότητα του σχεδίου. Αυτή τίθεται σε αμφισβήτηση λόγω της πολύπλοκης μορφής του. Κατά κύριο λόγο και με βάση τις εκτιμήσεις των υποστηρικτών του ΝΑΙ αλλά και της παρούσας μελέτης το ΟΧΙ αφορά στην εναντίωση της Ελλάδας και Κύπρου στα σχέδια του πανίσχυρου διεθνούς παράγοντα που επιθυμεί με κάθε τρόπο να κλείσει το Κυπριακό.

 

Οι ΗΠΑ ασκούν ασφυκτικές πιέσεις προκειμένου να ικανοποιήσουν τους μακροστρατηγικούς τους στόχους και έμμεσα αλλά σαφέστατα απειλούν θέτοντας ένα δίλημμα «περί τελευταίας ευκαιρίας» (“there is no plan B”). Η απάντηση δόθηκε από τον εμπειρότατο διπλωμάτη, Έλληνα ΥΠΕΞ, κ Π. Μολυβιάτη μέσα από τις στήλες της Καθημερινής όπου δήλωσε ότι «δεν υπάρχουν τελευταίες ευκαιρίες» (18-4-2004). Οι συνεχείς τηλεφωνικές επαφές μεταξύ Μπούς-Καραμανλή καταδεικνύουν το μέγεθος των πιέσεων που δέχεται η ελληνική πλευρά, ενώ το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο επιθυμεί την επίλυση του Κυπριακού υπό το παρόν προτεινόμενο πλαίσιο. Αυτά αποτελούν γεγονότα που δεν μπορούν να αμφισβητηθούν.

 

Η επόμενη μέρα μετά από ένα πιθανό ΝΑΙ ισοδυναμεί με μία πορεία προς το άγνωστο και με τηn Τουρκία να εξακολουθεί να διατηρεί το δικαίωμα της ως εγγυήτριας δύναμης και να συνιστά απειλή κατά της Ενιαίας Κυπριακής Δημοκρατίας παρά τις ασαφείς εγγυήσεις της ΕΕ και των ΗΠΑ. Ακόμα και ένα ισχνό ΝΑΙ δεν είναι αρκετό για να εξασφαλίσει τη βιωσιμότητα της Ενιαίας Κυπριακής Δημοκρατίας.

 

Από την άλλη ένα ΟΧΙ φέρνει όλους μας αντιμέτωπους με μία πραγματικότητα που μόνο οι πνευματικοί πατέρες του Πολιτικού Ρεαλισμού περιέγραψαν με σαφήνεια και γλαφυρότητα. Ωστόσο το ΟΧΙ θα πρέπει να αντιμετωπιστεί ως μία απάντηση με βάση αξίες, το διεθνές δίκαιο και όχι στερεότυπα και μισαλλοδοξία. Οι παρενέργειες από το ΟΧΙ θα είναι μεγαλύτερες αν το ΟΧΙ δεν είναι καθολικό και δεν εκφράζει τη συντριπτική πλειοψηφία του ελληνοκυπριακού λαού. Ωστόσο αυτό θα πρέπει να τεκμηριωθεί επί συγκεκριμένων ενστάσεων και όχι αφορισμών ή γενικόλογων προσεγγίσεων.

 

Η παρούσα μελέτη δεν λεει όχι στο σύνολο του σχεδίου Ανάν αλλά σε συγκεκριμένες προβλέψεις του που αν μπορούσαν να μεταβληθούν δεν θα περιόριζαν τα δικαιώματα των τουρκοκυπρίων και θα εξασφάλιζαν συνθήκες ασφάλειας, λειτουργικότητας και βιωσιμότητας. Οι διεθνολόγοι, περισσότερο από κάθε άλλον, κατανοούμε ότι η έννοια της ασφάλειας εμπεριέχει, μεταξύ άλλων, και σημαντικότατες ψυχολογικούς παραμέτρους.

 

Οι φωνές που ακούγονται στην Ελλάδα υπέρ ή κατά του σχεδίου λαμβάνουν τη χροιά κραυγών και φανατικών προσεγγίσεων που αποδίδουν στην άλλη πλευρά ιδιοτελή κίνητρα. Αυτό εξάλλου είναι ένα ποιοτικό χαρακτηριστικό της νεοελληνικής κοινωνίας, της κοινωνίας της αδιαφάνειας, της έλλειψης αξιοκρατίας και του άκρατου κομματισμού που κάποιοι θεωρούν μία «λιγότερο ώριμη δημοκρατία» (less mature democracy).

 

Η όποια προσέγγιση δεν μπορεί να αντιμετωπίζει την ιδεολογική διαφορετικότητα υπό το πρίσμα της προδοσίας ή του πατριωτισμού. Η ευρύτερη δυναμική που αναπτύσσεται από την αντιπαράθεση μεταξύ του ΝΑΙ και του ΟΧΙ παραπέμπει στη διαφορετική και απόλυτα κατανοητή για τους διεθνολόγους ερμηνεία του εθνικού συμφέροντος το οποίο σε πλείστες των περιπτώσεων ερμηνεύεται υποκειμενικά.

 

Οι θέσεις που λαμβάνουν εκπρόσωποι της πολιτικής ελίτ έχουν αξία και είναι εποικοδομητικές όταν δεν χρησιμοποιούν μηδενιστικό, αφοριστικό λόγο, όταν δεν αντιμετωπίζουν την ελληνοκυπριακή ηγεσία και τον ελληνοκυπριακό λαό ως ένα ελεγχόμενο κομμάτι του λεγόμενου μητροπολιτικού κέντρου. Οι μητέρες πατρίδες και των δύο εθνοτήτων στην Κύπρο οφείλουν να αντιληφθούν ότι τα τέκνα τους ενηλικιώθηκαν και δεν πρέπει να ποδηγετούνται. Ήταν αυτή η πολιτική των μητροπολιτικών κέντρων που συνέβαλλε, inter allia, στη διαμόρφωση της σημερινής κατάστασης στην Κύπρου.

 

Διαχρονικά οι δύο θεμελιώδεις παράμετροι των ελληνο-τουρκικών διαφορών προσδιορίζονται στο Κυπριακό και το Αιγαίο. Η στάση της ελληνικής ηγεσίας έναντι του σχεδίου Ανάν δεν θα προσδιορίσει μόνο την τύχη της μεγαλονήσου αλλά μέχρι ενός σημείου και το μακροστρατηγικό πλαίσιο επίλυσης των όποιων διμερών διαφορών με την Άγκυρα.

 

Ακόμα και αυτοί που θεωρούν ότι η Ελλάδα οφείλει να «κλείσει» το Κυπριακό υπό τις σημερινές συγκυρίες θα πρέπει να αναγνωρίσουν ότι η αποδοχή ενός πραξικοπηματικού, άδικου και υπό το βάρος της πολιτικής ισχύος, απόφασης σχεδίου, θα δώσει το στίγμα της ελληνικής πολιτικής και στο Αιγαίο. Μετά το Κυπριακό και την όποια απόφαση ληφθεί μέσα από το δημοψήφισμα, έρχεται η κρίσιμη ώρα για την ελληνική διπλωματία να αντιμετωπίσει τις τουρκικές αμφισβητήσεις στον αιγιακό χώρο σε ένα ζήτημα στο οποίο ορισμένες ελληνικές θέσεις αμφισβητούνται όχι εντελώς αβάσιμα.

 

Η αποδοχή ενός σχεδίου που παραβιάζει τα ανθρώπινα δικαιώματα και υπερκαλύπτει επιλεκτικά το κοινοτικό κεκτημένο και τα συμφωνημένα μετά από μία πολυετή πορεία ευρωπαϊκής ενοποίησης την οποία όλοι μας στηρίζουμε, ισοδυναμεί με έναν μεγάλο συμβιβασμό σε πεδίο αρχών και αξιών που επέβαλλε κοπιωδώς το ευρωπαϊκό ιδεώδες.

 

Επιπλέον, η αποδοχή ενός σχεδίου που αποτελεί παγκόσμια πρωτοτυπία καθώς δημιουργεί ένα εκτρωματικό κρατικό μόρφωμα αμφιβόλου βιωσιμότητας λόγω της ικανότητας της μίας πλευράς να εμποδίσει τη λήψη μίας απόφασης, ενός σχεδίου που καθιστά εκ νέου την Κύπρο προτεκτοράτο των μεγάλων δυνάμεων και ακυρώνει τους αγώνες των ελληνοκυπρίων κατά του αποικιοκρατικού ζυγού των Βρετανών ισοδυναμεί με αποδοχή των τετελεσμένων υπό το βάρος της χρήσης στρατιωτικής βίας.

 

Η κατοχή τμήματος της Κύπρου δεν ήταν αποτέλεσμα μίας στρατιωτικής ήττας όπως ισχυρίζονται κάποιοι αλλά μίας εισβολής έστω κι αν αυτή έγινε υπό το νομότυπο δικαίωμα της Τουρκίας να επέμβει όπως αυτό προέκυπτε από τη Συνθήκη Εγγυήσεως. Μάλιστα με το σχέδιο Ανάν η Τουρκία διατηρεί το ίδιο δικαίωμα που επεκτείνεται σε όλη την επικράτεια της Ενιαίας Κυπριακής Δημοκρατίας.

 

Σύσσωμη η διεθνής κοινότητα καταδίκασε και καταδικάζει την όποια άνομη χρήση βίας πλην των περιπτώσεων που αφορούν στο δικαίωμα άμυνας όπως αυτό νομιμοποιείται από τη Χάρτα του ΟΗΕ. Πάνδημη η διεθνής κοινότητα καταδίκασε τις επιχειρήσεις εθνικής κάθαρσης στη νοτιοανατολική Ευρώπη κατά το πρόσφατο συγκρουσιακό παρελθόν. Ωστόσο η επίκληση του διεθνούς δικαίου κατ’ επιλογή και η επιβολή δύο μέτρων και σταθμών αποδυναμώνει το ηθικό υπόβαθρο εμπλοκής τρίτων στη διαδικασία επίλυσης διμερών ή πολυμερών διαφορών και ενισχύει την αντίληψη του Πολιτικού ρεαλισμού περί τα δρώμενα στη διεθνή πολιτική.

 

Το δίλημμα που θέτουν ορισμένοι είναι η επιλογή με βάση τη λογική και όχι το συναίσθημα. Αναμφίβολα το συναίσθημα ενισχύει στερεότυπα, τραυματικές ιστορικές εμπειρίες και αποδυναμώνει την όποια διάθεση για επίλυση ενός μακροχρόνιου προβλήματος. Ωστόσο αντιμετωπίζοντας το μέσα από μία διεθνολογική όσο και κανονιστική οπτική γωνιά το ζήτημα δεν συνιστά ένα δίλημμα μεταξύ λογικής και συναισθημάτων αλλά μεταξύ του δίκαιου του ισχυρού και των αξιών που οδήγησαν την Ευρώπη στη διαμόρφωση ενός συστήματος αξιών. Η αποδοχή αξιών οδήγησε στη διευρυμένη σήμερα Ευρωπαϊκή οικογένεια και τη σταδιακή διαμόρφωση ενός συστήματος παν-Ευρωπαϊκής ασφάλειας. Καλούμαστε σήμερα να συμβιβαστούμε και να θέσουμε στο περιθώριο τις αξίες που οι πατέρες και οραματιστές της Ευρωπαϊκής ενοποίησης έθεσαν ώστε να δημιουργήσουμε μία Ευρώπη ειρηνική στο δρόμο της ανάπτυξης. Οι συμβιβασμοί σε ζητήματα ηθικής και αξιών είναι επικίνδυνοι.

 

Το διαστρεβλωτικό και ανήθικο τέρας της λογικής χρησιμοποιείται ώστε να υπερκαλύψει τις όποιες αντιρρήσεις όσων υποστηρίζουν το ΟΧΙ. Αναμφίβολα μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται και αδαείς περί τις διεθνείς σχέσεις που παρουσιάζουν το ΟΧΙ ως μία έκφραση παλικαριάς, «ελληνικού τσαμπουκά» καθώς αντιμετωπίζουν το ζήτημα ως ένα παίγνιο μηδενικού αθροίσματος. Εξάλλου η χώρα μας αποτελεί βασίλειο των αδαών που εκφράζουν γνώμες επί παντός επιστητού ξευτελίζοντας με αυτόν τον τρόπο κάθε έννοια επιστημοσύνης και έκφρασης επιστημολογικού λόγου.

 

Η επιστημονική κοινότητα οφείλει να σταθεί απέναντι στο δίλημμα ως δίκαιος κριτής και αξιολογητής των θετικών και αρνητικών επιπτώσεων που θα προκύψουν είτε από το ΝΑΙ είτε το ΟΧΙ. Καμία απόφαση δεν θα είναι χωρίς κόστος. Το ποια απόφαση προσφέρει περισσότερα πλεονεκτήματα αποτελεί αποτέλεσμα προσωπικών εκτιμήσεων και συχνά υποκειμενικών αναλύσεων κάτι που ωστόσο είναι απόλυτα αποδεκτό στο πεδίο των κοινωνικών επιστημών.

 

Ορισμένα επιχειρήματα ωστόσο των υποστηρικτών του ΝΑΙ και δη αυτό της λογικής ενέχουν μία επιλεκτικά χροιά. Στην περίπτωση της Ελλάδας η λογική επιβάλλει τη συμπαράταξη με τις ΗΠΑ, τη δύναμη που αμφισβητεί εμπράκτως την πορεία Ευρωπαϊκής ενοποίησης. Η λογική της υπερδύναμης ωστόσο και το ευρωπαϊκό όραμα αλλά και το ευρωπαϊκό σύστημα αξιών φαίνεται ότι δεν συμβαδίζουν. Τη λογική αυτή καταδίκασαν όσοι αντιτάχθηκαν στην αμερικανο-βρετανική εισβολή στο Ιράκ, στην περιθωριοποίηση του ΟΗΕ αλλά και στην τυφλή βία των τρομοκρατών που έσπειραν το θάνατο στις ΗΠΑ εν ονόματι του άκρατου φανατισμού και της μισαλλοδοξίας.

 

Επί τριάντα χρόνια η Κύπρος αποτελούσε χαρακτηριστική περίπτωση παραβίασης της κρατικής κυριαρχίας, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ατομικών ελευθεριών. Επιχειρείται σήμερα η «επίλυση» του ζητήματος μέσα από μία διαδικασία επιδιαιτησίας που παγίδευσε τους ελληνοκυπρίους χωρίς να τους αφήνει δίοδο διαφυγής, κάτι που για άλλη μία φορά αναδεικνύει τις ευθύνες του μητροπολιτικού ελληνισμού. Η προτεινόμενη λύση νομιμοποιεί στο όνομα της πιθανολογούμενης σταθερότητας την τουρκική εισβολή και στερεί στα θύματα το δικαίωμα να προσφύγουν στο δικαστήριο ανθρωπίνων δικαιωμάτων προκειμένου να δικαιωθούν.

 

Η μη παρουσία της ελληνικής κυβέρνησης στη Νέα Υόρκη δεν μπορεί να αποτελέσει άλλοθι για κανένα. Η χάραξη στρατηγικής οφείλει να προσομοιώνει και να αναδεικνύει όλες αυτές τις πτυχές που μπορεί να οδηγήσουν σε δυσμενές αποτέλεσμα. Στην περίπτωση αυτή η στρατηγική προσομοίωση υπήρξε ελλιπής με αποτέλεσμα η ελληνοκυπριακή πλευρά να οδηγηθεί στην αποδοχή μίας διαδικασίας επίλυσης μέσα από ένα δεσμευτικό επιδιαιτητικό πλαίσιο ανελαστικού χαρακτήρα. Αυτή καθ εαυτή η αποδοχή επιδιαιτησίας, όπως είναι γνωστό σε όσους θεραπεύουν τις διεθνείς σχέσεις, υποχρεώνει στην αποδοχή της πρότασης του επιδιαιτητή. Η επιδιαιτησία στερεί στις πλευρές που την αποδέχονται τον έλεγχο επί της τελικής απόφασης.

 

Εκ του αποτελέσματος διαφαίνεται ότι αφέθηκε η ελληνοκυπριακή πλευρά να δράσει χωρίς να υπάρχουν εναλλακτικοί οδοί αναδίπλωσης κάτι που χρεώνεται στην ελληνική ηγεσία που όφειλε να είχε προειδοποιήσει για τον κίνδυνο να εμπλακούμε σε μία δεσμευτικού χαρακτήρα διαδικασία χωρίς δικαίωμα υπαναχώρησης. Η όποια διεθνολογική προσέγγιση είναι καταδικασμένη εκ του αποτελέσματος να αποδώσει ευθύνες σε επίπεδο ηγεσίας και διαχείρισης και ως εκ τούτου να κινδυνεύσει να κατηγορηθεί για κομματισμό. Η παραπάνω επισήμανση ωστόσο δεν μπορεί να στερήσει στο διεθνολόγο το δικαίωμα να ερμηνεύσει, ως ένα σημείο υποκειμενικά, το αποτέλεσμα.

 

Η σημερινή αντιπολίτευση στέκεται κριτικά απέναντι στην κυβέρνηση Κ. Καραμανλή ως ένας επιτήδειος ουδέτερος αποποιούμενη τις ευθύνες της για το αποτέλεσμα της Λουκέρνης. Κατηγορεί τον Έλληνα πρωθυπουργό για αμηχανία τη στιγμή που η ίδια προσδιόρισε ένα έωλο, δεσμευτικό, ανελαστικό πλαίσιο διαβουλεύσεων βασιζόμενη στην προϊστορία των θετικών για την Κύπρο ψηφισμάτων του ΟΗΕ που εκδόθηκαν σε εντελώς διαφορετικές γεωπολιτικές συνθήκες.

 

Αγνόησε η αντιπολίτευση τις σημερινές γεωπολιτικές συνθήκες, την παντοκρατορία των ΗΠΑ και την αδυναμία της ΕΕ να ορθώσει το ανάστημα της στο διεθνή πολιτικό στίβο. Κάποιοι υποτίμησαν αυτές τις δομικές όσο και καταλυτικές αλλαγές στο διεθνή πολιτικό στίβο και το μη ουσιαστικό ρόλο του ΟΗΕ σε συνθήκες ενός μονοπολικού διεθνούς συστήματος.

 

Την ίδια στιγμή η σημερινή αντιπολίτευση έγινε ο πολιορκητικός κριός αυτών που ασκούσαν και ασκούν ασφυκτικές πιέσεις στην ελληνοκυπριακή πλευρά κάτι που ο ίδιος ο αμερικανός ΥΠΕΞ είχε ζητήσει από τον κ. Γ. Παπανδρέου στα τέλη Ιανουαρίου.

 

Στα πλαίσια αυτής της πολιτικής ο κ. Γ. Παπανδρέου ανακοίνωσε τη στήριξη του κόμματος του στο ΝΑΙ λίγες ώρες πριν το διάγγελμα του κ. Τ. Παπαδόπουλου ασκώντας με αυτόν τον τρόπο πιέσεις στην ελληνοκυπριακή πλευρά. Η επιλογή της χρονικής στιγμής που εκδηλώθηκε η στήριξη στο ΝΑΙ δεν αφήνει περιθώρια εναλλακτικών ερμηνειών. Κάποιοι δέχθηκαν να ικανοποιήσουν το αίτημα των ΗΠΑ και να ασκήσουν πιέσεις στη Λευκωσία προκαλώντας ρήγμα στο ελληνικό και ελληνικο-κυπριακό μέτωπο. Ο ιστορικός του μέλλοντος θα κρίνει αυτές τις επιλογές, ωστόσο ο διεθνολόγος του σήμερα μπορεί να βγάλει τα συμπεράσματα του.

 

Ωστόσο οφείλουμε να αναγνωρίσουμε στον Πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ ευθύτητα και θάρρος να πει δημόσια τη γνώμη του παρά τις αντιδράσεις πολλών στελεχών του ΠΑΣΟΚ και παρά το γεγονός ότι δεν συμβουλεύθηκε ιστορικά στελέχη που είχαν εκφράσει δημόσια την αντίθεση τους στο σχέδιο.

 

Την ίδια έμμεση στήριξη στο ΝΑΙ εξέφρασε στον ΑΝΤ1 (5-4-2004) η κ. Ντόρα Μπακογιάννη υποτιμώντας με έμφαση το νέο υποβαθμισμένο ρόλο του ΟΗΕ, ένα ουσιαστικό όσο και ποιοτικό γνώρισμα τους σημερινού διεθνούς συστήματος. Η στάση αυτή είναι ευθυγραμμισμένη απόλυτα με τα κελεύσματα του κ. Κ. Μητσοτάκη που εκτίμησε πριν ακόμα πάει θέση ο Κ. Καραμανλής ότι το σχέδιο είναι «ισορροπημένο».

 

Ο Κ. Καραμανλής οφείλει να προστατεύσει τον εαυτό του και προσεκτικά να κινηθεί χαράσσοντας τη δική του πορεία με εντιμότητα και σαφήνεια αλλά και διπλωματική ευελιξία. Σε κάθε άλλη περίπτωση η πολιτική σταδιοδρομία του θα είναι σύντομη και θα έχει άδοξο τέλος. Οι παρεμβάσεις και νουθεσίες του Κ. Μητσοτάκη οφείλουν να αναλυθούν στα πλαίσια των ενδοκομματικών συσχετισμών στο κυβερνών κόμμα και τον ρόλο του επίτιμου αρχηγού στη διαμόρφωση ισορροπιών στη ΝΔ.

 

Η θέση της κυβέρνησης είναι δύσκολη λαμβάνοντας υπόψη τις ανοικτές πιέσεις που δέχεται από την Ουάσινγκτον. Ο τρόπος δράσης των ΗΠΑ καταδεικνύει σε όσους διεθνολόγους βιάστηκαν να ενταφιάσουν τον Πολιτικό Ρεαλισμό στο όνομα της κοινωνίας των πολιτών και της αλληλεξάρτησης ότι το δίκαιο του ισχυρού εξακολουθεί να αποτελεί τη νόρμα των διακρατικών σχέσεων. Η ανοιχτή στήριξη του ΝΑΙ θα έχει συνέπειες στο εσωτερικό ενώ η στήριξη του ΟΧΙ θα στρέψει την Ουάσινγκτον κατά της Ελλάδας και ενδέχεται να υπονομεύσει το έργο της κυβέρνησης. Σε κάθε περίπτωση επιβάλλεται η άμεση χάραξη μίας στρατηγικής που να συγκεκριμενοποιεί απόλυτα τις όποιες ενστάσεις στο σχέδιο Ανάν.

 

Το ζήτημα της διαχείρισης ενός πιθανού ΟΧΙ είναι το μέγα ζητούμενο ωστόσο αυτό θα πρέπει να αναλυθεί μακριά από εφησυχασμούς και καταστροφολογίες. Οι ακραίες προσεγγίσεις τύπου «το ΟΧΙ δεν θα έχει κανένα κόστος» ή «με το ΟΧΙ θα απομονωθούμε διεθνώς» θα πρέπει να αποφεύγονται κυρίως γιατί απέχουν πολύ από την πραγματικότητα.

 

Στην πλευρά του ΠΑΣΟΚ η αποδοχή του σχεδίου Ανάν αποτελούσε μονόδρομο ώστε να δικαιολογηθούν οι χειρισμοί της απελθούσας κυβέρνησης. Κάθε άλλη επιλογή θα αποτελούσε πολιτική αυτοκτονία και αποδοχή ενός διαδικαστικού και στρατηγικού λάθους (επιδιαιτησία) που οδήγησε σε δυσμενές αποτέλεσμα, δίχασε την ελληνική και ελληνοκυπριακή κοινή γνώμη και προκάλεσε τη μήνη πολλών στελεχών της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

 

Τελευταία και ύστατη γραμμή αναδίπλωσης αποτελεί η κρίση του ελληνοκυπριακού λαού και η μη αποδοχή ενός πραξικοπηματικού και ετεροβαρούς σχεδίου που στη μία πλευρά μοιράζει ουσιαστικά προνόμια (θύτης, εισβολέας) και στην άλλη (θύμα) ψιχία. Ο θύτης ανταμείβεται για τη χρήση στρατιωτικής βίας διατηρώντας τα περισσότερα προνόμια που του απέφερε η άνομη χρήση βίας ενώ το θύμα καλείται να ξεχάσει το τραυματικό παρελθόν με ένα καθησυχαστικό χτύπημα στην πλάτη.

 

Δεν χωράει αμφιβολία ότι η προτεινόμενη λύση είναι ετεροβαρής με δυσανάλογα κέρδη και κόστη για τις δύο πλευρές. Η ανάλυση μας οφείλει, ως επιστήμονες που σεβόμαστε τον εαυτό μας και την επιστημοσύνη που διαθέτουμε, να τοποθετείται εκτός ιδιοσυγκρατικών πλαισίων και χωρίς την ψυχολογική φόρτιση που διαστρεβλώνει την κρίση μας, χωρίς φανατισμό και στερεότυπα.

 

Υπό αυτό το πρίσμα οφείλουμε να δηλώσουμε ότι οι αντιρρήσεις μας δεν στοχεύουν στο απλό, φιλήσυχο τουρκοκύπριο (όχι έποικο) πολίτη που και αυτός υποφέρει τόσα χρόνια και διαβιεί σε συνθήκες ανέχειας που παραπέμπουν σε τριτοκοσμικές συνθήκες. Η επίλυση αποτελεί το στόχο όλων όσων οραματίζονται μία Κύπρο ειρηνική στους κόλπους της ΕΕ αλλά μία Κύπρο χωρίς στρατεύματα κατοχής μία Κύπρο αποδεσμευμένη από την τουρκική κυριαρχία και τον στραγγαλισμό του ελληνικού μητροπολιτικού κέντρου.

 

Οι υποστηρικτές του ΝΑΙ κάνουν επίκληση στη λογική και τη νηφαλιότητα αλλά και στην αποφυγή διατύπωσης πατριωτικών κορόνων. Το οντολογικό ζήτημα που τίθεται είναι αν η επιστημολογική διαφοροποίηση, η εθνική αξιοπρέπεια και το διεθνές δίκαιο ισοδυναμούν με στήριξη εθνικιστικών επιλογών. «Πρέπει να δούμε το θέμα εθνικά, όχι εθνικιστικά» υπογραμμίζεται στην Ελευθεροτυπία της 2-4-04 (σελ. 14). Δυστυχώς η επίκληση του «εθνικισμού λαμβάνει αφοριστική χροιά σε μία χώρα που αναζητεί ταυτότητα και ρόλο και κινείται έωλα υπό το βάρος του πολιτικού ρεαλισμού μεταξύ της προσήλωσης στο Ευρωπαϊκό ιδεώδες που όλοι στηρίζουμε και της ατλαντικής προσήλωσης που επιβάλλει τη δημιουργία ενός μονοπολικού διεθνούς συστήματος.

 

Το δίλημμα που αφορά τον «εθνικιστικό» λόγο είναι γνωστό, διαστρεβλωτικό και χρησιμοποιείται ισοπεδωτικά στη μετα-Α. Παπανδρέου εποχή. Έχει χρησιμοποιηθεί αφοριστικά για να περιθωριοποιήσει ιδεολογικά και επιστημολογικά όσους διαφωνούν με συγκεκριμένες μακροστρατηγικές επιλογές. Αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα αυτών των χωρών που στις πολιτικές επιστήμες αποκαλούμε «λιγότερο ώριμες δημοκρατίες». Η διαφορετικότητα στην άποψη καίγεται στην πυρά του “εθνικισμού” και επιδιώκει να ευνουχίσει τη διαφορετική γνώμη αλλοιώνοντας τον πλουραλιστικό χαρακτήρα μίας ευνομούμενης κοινωνίας.

 

Η έκφραση αντιρρήσεων στο σχέδιο Ανάν δεν παραπέμπει σε εθνικιστική κρίση τουλάχιστον όσον αφορά αυτούς που προσεγγίζουν το ζήτημα από διεθνολογική σκοπιά μέσα από ένα κανονιστικό πλαίσιο. Όσοι αφοριστικά ταυτίζουν το ΟΧΙ με εθνικιστικά κίνητρα χρεώνονται το ατομικό και συλλογικό έλλειμμα δημοκρατικού αισθήματος που χαρακτηρίζει το κέντρο του μητροπολιτικού ελληνισμού. Ισοπεδώνουν το δικαίωμα στην επιστημονική διαφοροποίηση στο όνομα της «λογικής» και της ανάγκης επιβίωσης σε ένα περιβάλλον ανισοτήτων, αδικίας και επικράτησης του ισχυρού. Με τη λογική αυτή ανταμείβουν τους πραγματικούς στρατοκράτες, αυτούς που ασκούν πολιτική με τη στήριξη των κανονιοφόρων.

Η ανωτέρω παρατήρηση δεν προσδιορίζει τους τουρκοκύπριους ως αντιπάλους των ελληνοκυπρίων. Ευχή όλων είναι οι δύο κοινότητες να ζήσουν ειρηνικά για ένα καλύτερο μέλλον. Για να επιτευχθεί αυτό θα πρέπει και οι δύο πλευρές να αισθάνονται ότι δεν αδικούνται κατάφορα καθώς σε μία τέτοια περίπτωση και υπό το βάρος ψυχολογικών παραμέτρων ενδέχεται να επιστρέψουμε στο συγκρουσιακό κλίμα προηγούμενων δεκαετιών με τα γνωστά τραγικά αποτελέσματα.

 

Ο μακροστρατηγικός στόχος του σχεδίου Ανάν είναι η επανένωση της νήσου και η ειρηνική συμβίωση των δύο κοινοτήτων. Αυτό σήμερα επιχειρείται με την τεχνική συγκόλληση δύο κοινοτήτων (τεχνοκρατική προσέγγιση) εκ των οποίων η μία (τουρκοκυπριακή) έχει μεταβληθεί σημαντικά όσον αφορά την εθνοτική σύνθεση της. Το σχέδιο Ανάν όφειλε να εστιάσει την προσοχή του στην «κάθαρση» του τουρκοκυπριακού στοιχείου από ομάδες ανθρώπων που δεν έχουν καμία σχέση με την τραυματική εμπειρία της Κύπρου και των δύο κοινοτήτων. Ουσιαστικά δεν συγκολλούνται μόνο δύο κοινότητες που ιστορικά διαβιούσαν μαζί, έστω με προβλήματα, αλλά επιχειρείται η επανένωση των με την παρουσία ενός «ξένου», μη συμβατού σώματος, των εποίκων. Δυστυχώς στους κόλπους της τουρκοκυπριακής κοινότητας έχει παρεισφρήσει ένα «ξένο σώμα» με αποτέλεσμα να έχει αλλοιωθεί δραματικά ο αμιγώς τουρκοκυπριακός χαρακτήρας της μίας εθνοτικής συνισταμένης.

 

Η ύπαρξη εποίκων αποτελεί εν δυνάμει απειλή για την ειρήνη καθώς είναι αμφίβολο αν η πολιτική κουλτούρα των συνάδει με την επιθυμία των δύο κοινοτήτων για ειρηνική συνύπαρξη. Ο ρόλος που ενδέχεται να διαδραματίσουν οι έποικοι στο εσωτερικό πολιτικό πεδίο και η συμβατότητα δράσης τους με τον μακροστρατηγικό στόχο επούλωσης των πληγών στη νήσο είναι ασαφής και δεν εξασφαλίζει a priori την επίδειξη συνεργατικού πνεύματος.

 

Το πολιτικό σύστημα στα κατεχόμενα δεν διαθέτει τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η παρατήρηση δεν παραπέμπει σε ρατσιστικούς συλλογισμούς όπως τους εξέφρασε ο Σ. Χάντινγκτον, αλλά στη δομή και τρόπο λειτουργίας δύο ανόμοιων πολιτικών συστημάτων που παραπέμπουν στο σύγχρονο και πεπαλαιωμένο.

 

Η αρμονική συνεργασία των δύο κοινοτήτων προϋποθέτει, inter allia, την υπερκάλυψη αρνητικών ψυχολογικών παραμέτρων που ενδέχεται να οδηγήσουν σε ένταση. Η παραπάνω επισήμανση δεν αποτελεί έκφραση κινδυνολογίας αλλά θεμελιώνεται από αρχές που διέπουν και προσδιορίζουν θεμελιώδεις υποθέσεις εργασίας των θεωριών επίλυσης και διαχείρισης κρίσεων.

 

Όταν η μία πλευρά αισθάνεται αδικημένη ενώ η άλλη πλήρως δικαιωμένη δημιουργούνται συνθήκες ασυμβατότητας. Σε αυτό το σημείο οι πολιτικοί φορείς σε Ελλάδα και Κύπρο επιδιώκουν να αμβλύνουν τα αρνητικά που προκύπτουν από την υιοθέτηση του σχεδίου Ανάν. Σταδιακά επιχειρείται μία ερμηνεία που παραβλέπει τους κινδύνους που θα προκύψουν ακόμα και από μία ισχνή πλειοψηφία της αποδοχής του. Αλλά και μεταξύ των υποστηρικτών του ΟΧΙ υπάρχουν άτομα που υποβαθμίζουν τις συνέπειες απόρριψης του σχεδίου Ανάν. Και οι δύο ακραίες τάσεις επιδίδονται σε έναν εξωραϊσμό των επιλογών τους.

 

Η διαδικασία επούλωσης των πληγών από την αρνητική ιστορική εμπειρία είναι ο επιθυμητός στόχος. Αυτός ο στόχος όφειλε να προσδιορισθεί στην επιστροφή όχι μόνο όλων των ελληνοκυπρίων στις εστίες τους αλλά και την επανεγκατάσταση των τουρκοκυπρίων στη νήσο με την παράλληλη απομάκρυνση όλων των εποίκων. Λάθη και αδικίες έγιναν από όλες τις πλευρές και η ελληνική πλευρά θα πρέπει με ειλικρίνεια να τα αναγνωρίσει. Ωστόσο αυτό δεν μπορεί να αποτελέσει άλλοθι άτακτης υποχώρησης και αποδοχής ενός σχεδίου που δεν κράτησε ισορροπίες ούτε σε προσχηματικό επίπεδο.

 

Η μη ολοκλήρωση της διαδικασίας επούλωσης (healing process) μπορεί να οδηγήσει σε νέα ένταση αν η μία πλευρά θεωρεί ότι αδικήθηκε κατάφορα. Η υπερκάλυψη των αντιρρήσεων και η υιοθέτηση πρακτικών «groupthink” ώστε να μην φανεί ότι η ελληνοκυπριακή πλευρά υιοθετεί μία μη εποικοδομητική στάση αποτελεί σιωπηρή αποδοχή των τετελεσμένων και της χρήσης στρατιωτικής βίας. Ουσιαστικά επιβραβεύεται η χρήση στρατιωτικών μέσων για την επίλυση διαφορών, πρακτική απαράδεκτη και μη αποδεκτή για όσους αντιμετωπίζουν τη διεθνή πολιτική μέσα από ένα κανονιστικό, ρυθμιστικό πλαίσιο.

 

Επί της ουσίας το σχέδιο Ανάν επιβραβεύει τη χρήση στρατιωτικής βίας από πλευράς Τουρκίας. Αποδέχεται σε μεγάλο βαθμό τα τετελεσμένα και αποδίδει «δικαιοσύνη» με βάση το δίκαιο του ισχυρού, του εισβολέα. Το θύμα καλείται να αποδεχθεί έναν διακανονισμό που του στερεί θεμελιώδη δικαιώματα όπως αυτά καθορίζονται από το κοινοτικό δίκαιο και κοινοτικό κεκτημένο. Αυτό νομιμοποιείται από την ανάδειξη της αδικίας σε πρωτογενές δίκαιο της ΕΕ. Οι παρεκκλίσεις δεν ενισχύουν το αίσθημα δικαίου και δημιουργούν ένα ψυχολογικό κενό στην ελληνοκυπριακή πλευρά το οποίο ενδέχεται να προκαλέσει τριβές ακόμα και στην περίπτωση ενός ΝΑΙ καθώς μία δυσαρεστημένη μειοψηφία ενδέχεται να δυναμιτίσει την ομαλή πορεία προς την επανένωση και ειρηνική συμβίωση των δύο κοινοτήτων.

 

Από την άλλη το οικονομικό κόστος για την ελεύθερη και ανεπτυγμένη Κύπρο είναι τεράστιο. Η ελληνοκυπριακή πλευρά καλείται να αναλάβει το κόστος της ανάπτυξης των κατεχομένων κάτι που αναμένεται να επηρεάσει μία ανθούσα οικονομία ενώ είναι αυτή που σε μεγάλο βαθμό θα αποζημιώσει τους ίδιους τους ελληνοκύπριους. Η ελληνοκυπριακή πλευρά καλείται να καλύψει κατά 9/10 τις αποζημιώσεις προς τους ελληνοκύπριους πρόσφυγες. Ουσιαστικά τα θύματα καλούνται να πληρώσουν τα εγκλήματα των εισβολέων και του στρατού κατοχής ενώ ο θύτης απαλλάσσεται από οποιαδήποτε ευθύνη. Σε κάθε περίπτωση η απόφαση για τις αποζημιώσεις δεν λαμβάνει υπόψη της το ρόλο της Τουρκίας στην κυπριακή τραγωδία.

 

Στον αντίποδα χρησιμοποιείται από αυτούς που δρουν εκβιαστικά υπέρ του ΝΑΙ το επιχείρημα ότι ένα πιθανό ΟΧΙ θα επιδρούσε αρνητικά στην κυπριακή οικονομία που βασίζεται σε προσόδους από τουριστικές δραστηριότητες. Αυτή καθ’ εαυτή η πρόταση αποτελεί ένα δίλημμα στα πλαίσια ενός διεθνολογικού αμοραλισμού και πρακτικών πολιτικής ισχύος. Η συνέπεια και η στήριξη ηθικών αρχών και αξιών δεν μπορούν να ισοπεδώνονται και εξισώνονται με τις εθνικιστικές κορώνες κάποιων γραφικών.

 

Σε μακροστρατηγικό επίπεδο η ελληνική πολιτική στο Κυπριακό επί δεκαετίες θεμελιώθηκε ορθά επί των αποφάσεων του ΟΗΕ. Συνεπώς εύλογα σήμερα τίθεται ο ερώτημα γιατί τώρα στεκόμαστε κριτικά και πολλοί αρνητικά απέναντι στην πρωτοβουλία του κ. Κ. Ανάν και του προτεινόμενου σχεδίου.

 

Πρώτον, το σχέδιο Ανάν ουσιαστικά ενταφιάζει και ακυρώνει τις όποιες αποφάσεις ελήφθησαν στο παρελθόν και απαιτούσαν την εφαρμογή του διεθνούς δικαίου. Το σχέδιο Ανάν θεμελιώνεται επί μηδενικής πρακτικά βάσης αγνοώντας τις προηγούμενες αποφάσεις χωρίς να κάνει ούτε μία αναφορά στην τουρκική εισβολή και κατοχή τμήματος της νήσου όπως επισήμανε και ο κ. Παπαδόπουλος. Οι όροι «εισβολή» και «κατοχή» αποφεύγονται στο κείμενο επιμελώς. Δεν εφαρμόζει το γράμμα και πνεύμα των προηγούμενων αποφάσεων θέτοντας ένα πλαίσιο επίλυσης του ζητήματος σε μία εντελώς νέα αφετηρία υπό το βάρος των σημερινών γεωπολιτικών συνθηκών. Ως αφετηρία επίλυσης λαμβάνονται τα τετελεσμένα και όχι το διεθνές δίκαιο ενώ το ετεροβαρές της καταδεικνύει ότι λειτουργεί περισσότερο ως συνθηκολόγηση μετά από ήττα παρά ως ένα κείμενο που επουλώνει τις πληγές των δύο κοινοτήτων. Το σχέδιο επιφέρει ασύμμετρα κέρδη και κόστη για τις δύο πλευρές. Ο συμβιβασμός είναι επώδυνος μόνο για τη μία πλευρά οπότε δυναμιτίζεται και η βιωσιμότητα του.

 

Η παραπάνω παρατήρηση οδηγεί στον παρεμβατικό, κανονιστικό ρόλο, στο κύρος, περιοριστικές παραμέτρους και τις σκοπιμότητες που διέπουν σήμερα τη δράση του ΟΗΕ. Οι αποφάσεις που έλαβε στο παρελθόν το υπέρτατο αυτό διακρατικό όργανο ελήφθησαν σε ένα διαφορετικό περιβάλλον (διπολισμός) και με τον ΟΗΕ να δρα σε διαφορετικές γεωπολιτικές συνθήκες. Ο ΟΗΕ που γνωρίζαμε δεν είναι ο ίδιος σήμερα. Το κύρος του και ο παρεμβατικός του ρόλος έχει πληγεί μετά τον βομβαρδισμό της Σερβίας και την εισβολή στο Ιράκ. Η απλή λογική καταδεικνύει ότι τίποτα δεν παραμένει το ίδιο. Με τον ίδιο τρόπο που μεταβλήθηκε η μορφή του διεθνούς πολιτικού στίβου με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου μεταβλήθηκε και η ουσιαστική ικανότητα του ΟΗΕ να ρυθμίζει τα δρώμενα στο διεθνή πολιτικό στίβο και να εξουσιοδοτεί την όποια κοινή συλλογική δράση.

 

Υπό αυτό το πρίσμα, η ελληνική στρατηγική θεμελιώθηκε ορθά στο κανονιστικό πλαίσιο δράσης του ΟΗΕ ωστόσο δεν έλαβε υπόψη της τα νέα καταλυτικής σημασίας δεδομένα στο πεδίο της διεθνούς πολιτικής, την αδυναμία της ΕΕ να υιοθετήσει μία Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφαλείας και να λειτουργήσει ως primus inter pares έναντι των ΗΠΑ που μετα-ψυχροπολεμικά λειτουργούν μονομερώς ως primus solo θέτοντας σε κίνδυνο τη παγκόσμια ειρήνη με την έναρξη μίας σύγκρουσης πολιτισμών.

 

Αν η λογική έχει εξ ορισμού αποψιλωθεί από κάθε έννοια αρχών και αξιών και επιβάλλεται με την αρωγή των κανονιοφόρων τότε η πλειοψηφία ελληνοκυπρίων και Ελλήνων έχουν δικαιολογημένα οδηγηθεί στην παράνοια.

 

Με αυτό επισημαίνουμε ότι το άδικο δεν μπορεί να γίνεται αποδεκτό μέσα από λογικές ή λογικοφανείς θεωρήσεις καθώς μετατρέπεται σε πηγή σύγκρουσης και αντιπαράθεσης. Υπό αυτό το πρίσμα το ΟΧΙ στο σχέδιο Ανάν αποτελεί συνέπεια στην ηθική και όχι στήριξη εθνικιστικών θέσεων.

 

Δεύτερον, το σχέδιο Ανάν διαιωνίζει μία κατάσταση που επιτρέπει στην Τουρκία να κάνει επίκληση του δικαιώματος της ως εγγυήτριας δύναμης και να επέμβει εκ νέου στην Κύπρο σε περίπτωση που κάποιοι άφρονες και από τις δύο πλευρές παρεκτραπούν. Συγκεκριμένα στο ΑΡΘΡΟ 8, ΑΠΟΣΤΡΑΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ αναφέρεται:

 

Η Συνθήκη Εγγυήσεως εφαρμοζόμενη mutatis mutandis στη νέα τάξη πραγμάτων που εγκαθιδρύεται με την παρούσα Συμφωνία και το Σύνταγμα θα καλύπτει, εκτός από την ανεξαρτησία, την εδαφική ακεραιότητα, την ασφάλεια και τη συνταγματική τάξη της Ενωμένης Κυπριακής Δημοκρατίας, την εδαφική ακεραιότητα, την ασφάλεια και τη συνταγματική τάξη των συνιστωσών πολιτειών»

 

Με βάση τα παραπάνω αν κάποιοι δυσαρεστημένοι ή άφρονες και από τις δύο πλευρές προκαλέσουν επεισόδια σε οποιοδήποτε τμήμα της εδαφικής επικράτειας της Ενωμένης Κυπριακής Δημοκρατίας, συμπεριλαμβανομένης και της ελληνοκυπριακής συνιστώσας πολιτείας, ή αν η Τουρκία προκαλέσει με τακτικές προβοκάτσιας ένταση και αυτή ξεφύγει από τον έλεγχο της τοπικής αστυνομίας τότε η Άγκυρα έχει το δικαίωμα να επέμβει ακόμα και στην επικράτεια της ελληνικής συνιστώσας πολιτείας.

 

Σύμφωνα με τη Συνθήκη αποχωρεί ένα σημαντικό τμήμα των στρατευμάτων κατοχής ενώ «κάθε απόσπασμα δεν θα υπερβαίνει τις 6.000 άνδρες όλων των βαθμίδων μέχρι το 2011», ενώ «κάθε απόσπασμα δεν θα υπερβαίνει τις 3.000 άνδρες όλων των βαθμίδων μετά το 2018 ή την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ».

 

Το αντεπιχείρημα είναι ότι η Κύπρος θα ανήκει στην ΕΕ επομένως η Άγκυρα δεν θα μπορεί να εισβάλλει σε ευρωπαϊκό έδαφος. Η απορία θα ήταν εύλογη ίσως σε ένα Δανό ή Φιλανδό όχι ωστόσο σε όσους ήταν μάρτυρες της κατάληψη τμήματος της ελληνικής επικράτειας στην περίπτωση των Ιμίων. Ανεξάρτητα από τους όποιους λανθασμένους ή ορθούς χειρισμούς η διεθνής βιβλιογραφία θεωρεί σήμερα τα Ιμια «αμφισβητούμενη περιοχή» (disputed area) οπότε δικαιώθηκε η Άγκυρα.

 

Η άμεση αποχώρηση των στρατευμάτων κατοχής και η απεμπλοκή της Τουρκίας, της Ελλάδας και της Μ. Βρετανίας από τη νήσο με την απεμπόληση του δικαιώματος τους να εγγυώνται τη ασφάλεια της Κύπρου, την οποία όφειλε να εγγυηθεί η ΕΕ, θα αποτελούσε καταλυτικής σημασίας παραμέτρους που θα οδηγούσαν πολλούς να αποδεχθούν το σχέδιο Ανάν μάλλον αγόγγυστα. Συνεπώς μία θεμελιώδης παράμετρος του προβληματισμού σχετικά με το σχέδιο Ανάν προκύπτει από αμιγώς παραμέτρους ασφαλείας. Αυτό δεν παραγνωρίζει τις προσπάθειες της γείτονος να εκδημοκρατιστεί και να υιοθετήσει τις αρχές που διέπουν τη λειτουργία ης ΕΕ. Ωστόσο ο δρόμος εκδημοκρατισμού θα είναι μακρύς αν και υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις, τουλάχιστον σε επίπεδο πολιτικών ηγεσιών, ότι επιχειρείται ένας εξωραϊσμός της εικόνας της γείτονος. Η δημοκρατική και ειρηνική Τουρκία έχει θέσει στην ΕΕ σε αντίθεση με τους ρατσιστικούς αφορισμούς του Σ. Χάντινγκτον. Ωστόσο η εκτίμηση περί του πότε θα συμβεί αυτό αποτελεί μάλλον οντολογικό ερώτημα όπως επισήμανε και η Γαλλία και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στις 7-8 Απριλίου αλλά και οι Γερμανοί Χριστιανοδημοκράτες.

 

Επιπλέον το ΑΡΘΡΟ 8, ΑΠΟΣΤΡΑΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ, παράγραφος στ’ προβλέπει ότι «η Κύπρος θα αποστρατικοποιηθεί και όλες οι Ελληνοκυπριακές και Τουρκοκυπριακές δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένων των εφεδρικών μονάδων, θα διαλυθούν και τα όπλα τους θα απομακρυνθούν από τη νήσο…».

 

Αυτό που δεν είναι εμφανές είναι πως θα εξασφαλιστεί αυτή η διαδικασία και πόσο διαφανείς θα είναι οι διαδικασίες που θα υιοθετηθούν. Ωστόσο τα όποια οφέλη από την αποστρατικοποίηση της νήσου ακυρώνονται από το ρόλο της Τουρκίας ως εγγυήτριας δύναμης. Η ίδια πρόβλεψη αναφέρεται και στο ΜΕΡΟΣ ΙΙ: ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ, ΑΡΘΡΟ 6, ΑΠΟΣΤΡΑΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΕΝΩΜΕΝΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ.

 

Η τρίτη ένσταση με το σχέδιο Ανάν προκύπτει από το κατά πόσον λειτουργικό θα είναι το πολύπλοκο σχέδιο λειτουργίας του νέου κράτους. Το οντολογικό ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσον θα μπορούν να λαμβάνονται αποφάσεις όταν ένας εκ των εταίρων που θα διαχειρίζονται τα κοινά διαφωνεί ή ασκεί βέτο. Το ομοσπονδιακό πλαίσιο λειτουργίας του νέου κράτους επιβάλλει ένα καθεστώς ιδιόμορφης «συγκατοίκησης» (cohabitation) χωρίς να έχει προνοήσει την ολοκλήρωση της διαδικασίας επούλωσης των πληγών ανάμεσα στις δύο κοινότητες αλλά και τον ρόλο των εποίκων σε αυτή τη θεμελιώδη για τη βιωσιμότητα της Κύπρου διαδικασία.

 

Υπό αυτό το πρίσμα το οποιοδήποτε σχέδιο όφειλε να είχε διαμορφωθεί με βάση την αμοιβαία εμπιστοσύνη και όχι καχυποψία μεταξύ των δύο κοινοτήτων. Αμοιβαία εμπιστοσύνη δεν υπάρχει ενώ το σχέδιο κάνει ιδιαίτερη μνεία στο ζήτημα της ένωσης με τρόπο που αναδεικνύει την καχυποψία που διέπει τις απόψεις των δύο πλευρών. Αν αυτό ισχύει τότε η προσέγγιση δεν θα είναι επωφελής και μπορεί να οδηγήσει σε εντάσεις που ενδέχεται να φέρουν εκ νέου τα τουρκικά στρατεύματα στη νήσο.

 

Συγκεκριμένα στο ΑΡΘΡΟ 1, Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ, ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6 αναφέρεται ότι «απαγορεύεται οποιαδήποτε μονομερής αλλαγή στην τάξη πραγμάτων που εγκαθιδρύεται με αυτή τη Συμφωνία, ειδικότερα η ένωση της Κύπρου συνολικά ή εν μέρει με οποιαδήποτε άλλη χώρα ή οποιαδήποτε μορφή διχοτόμησης ή απόσχισης».

 

Η παραπάνω πρόβλεψη ωστόσο αφορά και την τουρκοκυπριακή συνιστώσα με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζεται μάλλον θετικά.

 

Τέταρτον, η οικονομική διάσταση του σχεδίου Ανάν καταδεικνύει ότι η ελληνοκυπριακή πλευρά καλείται να αποζημιώσει τα θύματα της τουρκικής εισβολής κατά τα 9/10 κάτι που απορρίπτει η πλειοψηφία των Κυπρίων επιχειρηματιών. Δημιουργεί δύο οικονομίες με την πλέον ανεπτυγμένη (ελληνοκυπριακό τμήμα) να καλείται να καλύψει το κόστος σύγκλισης. Η κυπριακή οικονομία θα είναι διασπασμένη σε δύο συνιστώσες οικονομίες ενώ τα προβλήματα που θα προκύψουν από αυτό το οικονομικό μοντέλο αναπτύχθηκαν ενδελεχώς από την Κυπριακή Κεντρική Τράπεζα.

 

Πέμπτον, δεν γίνεται καμία αναφορά στην εισβολή και κατοχή μέρους της νήσου αλλά και δεν επιλύεται το ζήτημα των αγνοουμένων, το οποίο σε σημειολογικό και ψυχολογικό επίπεδο δηλητηριάζει τις σχέσεις των δύο κοινοτήτων. Αποτελεί ηθική υποχρέωση απέναντι στην ιστορία αλλά κυρίως στα θύματα της κυπριακής τραγωδίας η αποκατάσταση της αλήθειας χωρίς φανατισμούς και ρεβανσισμούς.

 

Έκτον, η Κύπρος καθίσταται προτεκτοράτο - κατά την κ. Α. Παπαρήγα «μη κράτος» - με ξένους δικαστές να επιλύουν την όποια διαφωνία μεταξύ των δύο ηγεσιών. Συγκεκριμένα το ΑΡΘΡΟ 6, ΤΟ ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ αναφέρει:

 

«Το Ανώτατο Δικαστήριο….θα απαρτίζεται από ίσο αριθμό δικαστών από κάθε συνιστώσα πολιτεία και τρεις μη Κύπριους δικαστές, μέχρι να γίνει διαφορετική πρόβλεψη με νόμο».

 

Είναι φανερό ότι ουσιαστικά οι τρεις ξένοι δικαστές θα αποφασίζουν ως αποικιακή αρχή κάτι που εξασφαλίζει την επικυριαρχία ξένων παραγόντων στη νήσο. Συνεπώς διαφαίνεται ότι διαλύεται ένα κράτος (Κυπριακή Δημοκρατία) και δημιουργείται ένα μόρφωμα με ορισμένα μόνο στοιχεία κρατικής κυριαρχίας.

 

Η εξέλιξη αυτή ικανοποιεί διαχρονικούς στόχους της Μ. Βρετανίας και των ΗΠΑ και υποβαθμίζει σκόπιμα την ελληνοκυπριακή συνιστώσα πολιτεία. Ενδεικτική για τους διαχρονικούς στόχους Βρετανών και Αμερικανών από τη δεκαετία του ’60 είναι η εκτίμηση του Γ. Κρανιδιώτη:

 

“Οι αγγλοαμερικανικές προτάσεις είχαν ουσιαστικά δύο στόχους. Ο πρώτος ήταν να δημιουργηθεί μία σχέση άμεσης εξάρτησης της Κύπρου από τις εγγυήτριες δυνάμεις…και να ακρωτηριαστεί η ανεξαρτησία της Κύπρου και η εξουσία της κυπριακής ανεξαρτησίας…Ετσι με τις αλλεπάλληλες προτάσεις που υπέβαλαν (ΗΠΑ και Μ. Βρετανία) προσπάθησαν να εξουδετερώσουν την κυπριακή κυβέρνηση, να την υποβιβάσουν στο επίπεδο μιας ελληνοκυπριακής διοίκησης, και να εγκαταστήσουν στο νησί ένα καθεστώς συγκυριαρχίας μεταξύ Ελλάδας, Τουρκίας και Μ. Βρετανίας…Η ελληνοκυπριακή ηγεσία όμως διέβλεψε ότι μία τέτοια πορεία όχι μόνο θα οδηγούσε στη σταδιακή κατάργηση της κυπριακής ανεξαρτησίας αλλά θα συνέβαλλε, ώστε η Τουρκία να μεταβληθεί σε μόνιμο ρυθμιστικό παράγοντα του κυπριακού προβλήματος».

 

Είναι φανερό ότι με τις ρυθμίσεις του Σχεδίου Ανάν 5 (ύπαρξη ξένων δικαστών στο Ανώτατο Δικαστήριο, εγγυητικά δικαιώματα Τουρκίας) οι στόχοι αυτοί πραγματοποιούνται. Ωστόσο και πάλι αντιμετωπίζοντας το ζήτημα μέσα από ένα πρίσμα ρεαλισμού και διάθεσης επίλυσης του Κυπριακού πολλοί θα ήμασταν διατεθειμένοι να αποδεχθούμε αυτόν τον υποβιβασμό της ελληνικής πλευράς υπό τον όρο της άμεσης αποχώρησης των δυνάμεων κατοχής και την άμεση εμπλοκή της ΕΕ η οποία θα μπορούσε να αναλάβει υπό τον έλεγχο της τις περιοχές που επιστρέφουν πρόσφυγες (αυτό προβλέπεται να γίνει μετά από 3,5 χρόνια).

 

Έβδομον, μεγάλο μέρος των προσφύγων έχουν δικαίωμα να ανακτήσουν τμήμα μόνο της ακίνητης περιουσίας των. Στο ΑΡΘΡΟ 10, ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ, ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3β επισημαίνεται ότι «όλοι οι άλλοι ιδιοκτήτες οι οποίοι έχουν στερηθεί την κατοχή περιουσίας τους έχουν δικαίωμα ανάκτησης του ενός τρίτου της αξίας και του ενός τρίτου της συνολικής έκτασης της περιουσίας τους και να τύχουν πλήρους και αποτελεσματικής αποζημίωσης για τα υπόλοιπα δύο τρίτα».

 

Το εύλογο ερώτημα στην παραπάνω ρύθμιση είναι γιατί αυτό δεν είναι ευνοϊκό και δίκαιο αφού κάποιοι θα αποζημιωθούν. Η απάντηση είναι ότι στόχος της πρόβλεψης είναι να απομακρυνθούν από τις εστίες τους αυτοί οι άνθρωποι ώστε να μην μεταβληθεί η σημερινή εθνοτική σύνθεση ορισμένων περιοχών κάτι που αφορά κυρίως τα κατεχόμενα.

 

Όγδοο, στερούνται οι ελληνοκύπριοι πολίτες, τουλάχιστον αυτοί που δεν ικανοποιούνται από το παρόν πλαίσιο επίλυσης, του δικαιώματος να προσφύγουν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και να αποζημιωθούν. Αυτό το αναφαίρετο δικαίωμα καλείται να το στερήσει από τους ελληνοκύπριους ο Κύπριος Πρόεδρος με την αποστολή επιστολής στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.

 

Ένατο, παραμένει σημαντικός αριθμός εποίκων (γύρω στις 56.000) ενώ τα στοιχεία για τον ακριβή αριθμό τους δόθηκαν, χωρίς να επαληθευθούν από την τουρκοκυπριακή πλευρά. Σύμφωνα με την Washington Post (12-4-2004) στη λίστα που παρέδωσε στον ΟΗΕ ο εκπρόσωπος των τουρκοκυπρίων κ. Huseyin Ozel παραμένουν 45,000 άτομα και άλλα 11.000 που πήραν την τουρκοκυπριακή ιθαγένεια αφού παντρεύτηκαν με τουρκοκύπριους. Δεν είναι σαφές αν οι αριθμοί αυτοί περιλαμβάνουν και τα μέλη των οικογενειών τους ενώ δεν προβλέπεται καμία διαδικασία επαλήθευσης.

 

Τι κερδίζουμε από το ΝΑΙ

 

Εξίσου εύλογα θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς αν προκύπτουν θετικά αποτελέσματα από την αποδοχή του σχεδίου Ανάν. Φυσικά υπάρχουν οφέλη από την αποδοχή του σχεδίου Ανάν 5 και αυτά απαιτείται να μην αποκρύβονται.

 

Θετική είναι η σταδιακή αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων κατοχής η οποία ωστόσο θα ολοκληρωθεί σε μεγάλο βάθος χρόνου (μετά το 2018 ή την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ). Εκ νέου ωστόσο οφείλουμε να υπογραμμίσουμε ότι η παροχή εγγυητικών δικαιωμάτων στην Τουρκία αναιρεί τα οφέλη από αυτή τη ρύθμιση.

 

Θετική είναι ακόμα και η επιστροφή εδαφών (Αμμόχωστος και Μόρφου) αλλά όχι η μη επιστροφή του συνόλου της περιοχής των Βαρωσίων που στο παρελθόν είχε επιδιώξει η ελληνοκυπριακή πλευρά υπό τον κ. Γ. Κληρίδη.

 

Θετικό αν και μάλλον τυπικού χαρακτήρα είναι ότι η Ενιαία Κυπριακή Δημοκρατία θα αποτελεί «μία ενιαία διεθνή νομική προσωπικότητα» (ΑΡΘΡΟ 2, Η ΕΝΩΜΕΝΗ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, Η ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΚΗ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΙΣΤΩΣΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ, ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1α).

 

Ευνοϊκή και πρακτική ρύθμιση είναι η πρόβλεψη ενιαίας κυπριακής ιθαγένειας (ΑΡΘΡΟ 3, ΙΘΑΓΕΝΕΙΑ, ΔΙΑΜΟΝΗ ΚΑΙ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ).

 

Ευνοϊκή θεωρούν κάποιοι και τη ρύθμιση που προβλέπει οροφή 5% για «μεταβατική περίοδο 19 ετών ή μέχρι την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ» που αφορά στη μετακίνηση Ελλήνων και Τούρκων πολιτών στις δύο συνιστώσες πολιτείες.

 

Ωστόσο αυτό ευνοεί την τουρκοκυπριακή συνιστώσα πολιτεία πολύ περισσότερο καθώς εξουδετερώνει το κοινοτικό κεκτημένο για τους Έλληνες (ελεύθερη μετακίνηση) για όσο διάστημα η Τουρκία παραμένει εκτός της ΕΕ. Η χρονική οροφή που τίθεται είναι πολύ μεγάλη και συνδέεται με την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ για ευνόητους λόγους. Επιπλέον η ρύθμιση έχει και ρατσιστική χροιά καθώς στερεί αποκλειστικά από τους Έλληνες το δικαίωμα της ελεύθερης μετακίνησης καθιστώντας τους πολίτες δεύτερης κατηγορίας στην ΕΕ. Ουσιαστικά η Συμφωνία εξουδετερώνει ένα πλεονέκτημα της ελληνικής πλευράς έως ότου η Τουρκία ενταχθεί στην ΕΕ, οπότε κάποιοι εκτιμούν ότι θα επιτραπεί η ελεύθερη μετακίνηση των Τούρκων πολιτών.

 

Θετική είναι και η ισονομία των δύο κοινοτήτων σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Αν και αυτό αδικεί την πολυπληθέστερη ελληνοκυπριακή πλευρά και καταλύει την αρχή της πλειοψηφίας γίνεται αποδεκτό ώστε να προστατευθεί η τουρκοκυπριακή πλευρά. Σήμερα δεν ομιλούμε πλέον για μειονότητα αλλά για κοινότητα και διζωνική ομοσπονδία οπότε η εν λόγω ρύθμιση αποτελεί εκ των ων ουκ άνευ. Υπό αυτό το πρίσμα οι προβλέψεις του ΑΡΘΡΟΥ 2, ΟΙ ΣΥΝΙΣΤΩΣΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ, που επιβάλλουν ισοτιμία μεταξύ των δύο πολιτειών αποτελεί έναν αποδεκτό συμβιβασμό. Σε κάθε άλλη περίπτωση θα οφείλαμε να αναζητήσουμε μία λύση εκτός του ομοσπονδιακού πλαισίου που δεν θα γινόταν αποδεκτή από την τουρκοκυπριακή πλευρά.

 

Απόλυτα θετική είναι και η δημιουργία Επιτροπής Συμφιλίωσης (ΑΡΘΡΟ 11) με στόχο «να προωθήσει την κατανόηση, την ανεκτικότητα και τον αμοιβαίο σεβασμό μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων.

 

Θετική είναι και η υιοθέτηση των δύο γλωσσών (ελληνικής και τουρκικής) ως επίσημων γλωσσών της ομοσπονδίας (ΑΡΘΡΟ 9, ΟΙ ΕΠΙΣΗΜΕΣ ΓΛΩΣΣΕΣ ΚΑΙ Η ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΤΩΝ ΕΠΙΣΗΜΩΝ ΝΟΜΩΝ).

 

Θετική είναι η πρόβλεψη για την προστασία των πάσης φύσης δικαιωμάτων των μειονοτήτων (ΜΕΡΟΣ ΙΙΙ, ΘΕΜΕΛΙΩΔΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΕΣ).

Σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης η ελληνική στρατηγική θεώρησε λανθασμένα δεδομένη την ουσιαστική εφαρμογή της ρήτρας αλληλεγγύης όπως προβλέπεται από την ΕΕ. Δυστυχώς μέχρι σήμερα ο διακρατικός και όχι υπερεθνικός χαρακτήρας λειτουργίας δράσης της ΕΕ στο πεδίο της ΚΕΠΠΑ σε συνδυασμό με την ιδεολογική διαφοροποίηση μεταξύ ευρωπαϊστών και ατλαντιστών έχουν αποτρέψει την κοινή δράση και υιοθέτηση κοινών θέσεων σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής και δεν έχει επιτρέψει την ουσιαστική εφαρμογή της ρήτρας αλληλεγγύης. Οι Ευρωπαίοι εταίροι δρουν με βάση εθνικά κριτήρια όπως κατέδειξε και το παρ΄ ολίγον ναυάγιο στη Νίκαια αλλά και η μάλλον επιτακτική ανάγκη δημιουργίας μίας Ευρώπης πολλών ταχυτήτων.

 

Στην περίπτωση της Λουκέρνης και εκ του αποτελέσματος διαφαίνεται ότι η συμμετοχή του αρμόδιου για ζητήματα διεύρυνσης της ΕΕ επιτρόπου, κ. Φερχόϊγκεν, ήταν τυπική και ισοδυναμούσε σε μία φυσική, σημειολογικού χαρακτήρα παρουσία και όχι σε μία ουσιαστική εμπλοκή που θα επέβαλλε το κοινοτικό κεκτημένο. Η επιλογή της ελληνικής κυβέρνησης να επιδιώξει την εμπλοκή της ΕΕ στις συνομιλίες ήταν ορθή, ωστόσο το αποτέλεσμα κατέδειξε ότι οι προσδοκίες διαψεύστηκαν. Το γιατί οδηγηθήκαμε σε αυτή την εξέλιξη μπορεί να αναλυθεί,inter allia, μέσα από ένα πρίσμα ανάλυσης των δεδομένων και εκτίμησης των δυνατοτήτων της Ελλάδας να προωθήσει τα συμφέροντα της εντός της ΕΕ. Η άτυπη ιεράρχηση των χωρών μελών στην ΕΕ και η διαφορά όσον αφορά στις ικανότητες δράσης ουσιαστικά ευνοεί τις ισχυρότερες χώρες. Στα πλαίσια αυτών των συσχετισμών η Ελλάδα δεν μπόρεσε να επηρεάσει ευνοϊκότερα τη διαμόρφωση του πέμπτου σχεδίου Ανάν τουλάχιστον όσον αφορά στη συνδρομή της ΕΕ έναντι ενός μέλους της ΕΕ (Ελλάδα) αλλά και ενός ουσιαστικά μέλους της (Κύπρος).

 

Ο κ. Φερχόιγκεν διέβλεψε μόνο μία αδικία και αυτή αφορά την απομόνωση των τουρκοκυπρίων σε περίπτωση που η Κύπρος δεν γίνει δεκτή στους κόλπους της ΕΕ ως μία ενιαία οντότητα. Συγκεκριμένα δήλωσε ότι «θα το έβρισκα μάλλον άδικο να απολαμβάνει η ελληνοκυπριακή κοινότητα τα οφέλη από τη συμμετοχή στην ΕΕ, η Τουρκία να επωφελείται από τη διαδικασία προετοιμασίας για ένταξη και μόνο οι τουρκοκύπριοι να μην αποφέρουν οφέλη». Ο ίδιος συμπλήρωσε ότι σε περίπτωση απόρριψης του σχεδίου Ανάν από την ελληνοκυπριακή πλευρά «θα αναλάβει προσωπικά πρωτοβουλίες για να ξεπεραστεί η οικονομική απομόνωση των τουρκοκυπρίων, πιθανολογώντας την έναρξη εμπορικών σχέσεων με το ψευδοκράτος.

Η στάση των Ευρωπαίων εταίρων μας αλλά ειδικότερα του Αρμόδιου Επιτρόπου για Ζητήματα Διεύρυνσης θέτουν ερωτηματικά για την απόφαση περί απρόσκοπτης συμμετοχής της Κύπρου στην ΕΕ. Υπό το διαμορφωμένο πλαίσιο η απειλή για αναγνώριση του ψευδοκράτους και η σύναψη σχέσεων με τμήμα της ΕΕ που βρίσκεται υπό στρατιωτική κατοχή θέτει υπό αμφισβήτηση το πόσο απρόσκοπτη θα ήταν η ένταξη αν δεν βρισκόταν πολιτική λύση.

 

Οι εταίροι μας έδρασαν είτε υπό το βάρος των αμερικανικών πιέσεων και της ανάγκης να επιλυθεί το Κυπριακό ώστε να δρομολογηθεί η τουρκική υποψηφιότητα είτε ως επιτήδειοι ουδέτεροι που δεν επιθυμούν να συγκρουσθούν με τα συμφέροντα της Μεγάλης Βρετανίας που θα είναι η δεύτερη μεγάλη κερδισμένη από την υιοθέτηση του σχεδίου Ανάν. Το αποτέλεσμα ήταν η προώθηση ενός ετεροβαρούς σχεδίου επίλυσης που απέχει πολύ από το να συνιστά μία win-win προσέγγιση με συμμετρικά κέρδη και για τις δύο πλευρές.

 

Η άρνηση στο σχέδιο δεν αποτελεί υιοθέτηση πρακτικών παιγνίου μηδενικού αθροίσματος, όπου η μία πλευρά επιδιώκει να κερδίσει τα πάντα, αλλά αξιολόγησης των δεδομένων μέσα από το πλαίσιο κέρδους-κόστους. Παραχωρήσεις πρέπει να γίνουν και υπό αυτό το πρίσμα η αναγνώριση στην τουρκοκυπριακή κοινότητα προνομίων που δεν αντικατοπτρίζουν το ειδικό πληθυσμιακό της βάρος συνιστά μέγα συμβιβασμό προκειμένου να εξασφαλιστεί η ειρήνη και τα δικαιώματα της που στο παρελθόν παραβιάστηκαν.

 

Η εκτίμηση αυτή συνδέεται με την αντίληψη ότι το σχέδιο Ανάν καθιστά τη μέχρι σήμερα διχοτομημένη αλλά αυτοβούλως δρώσα Κύπρο προτεκτοράτο των μεγάλων δυνάμεων και δέσμια της καλής θέλησης της Τουρκίας όπως επισήμανε και ο κ. Τ. Παπαδόπουλος. Η ιστορική εμπειρία καταδεικνύει ότι η εμπλοκή της Μ. Βρετανίας στο Κυπριακό υπήρξε καταλυτική και εξυπηρετούσε απόλυτα και αποκλειστικά τα βρετανικά συμφέροντα τα οποία σημειωτέον διαμορφώνονται στα πλαίσια ενός αυτοκρατορικού συνδρόμου. Με την εφαρμογή του σχεδίου Ανάν η Μ. Βρετανία «επανέρχεται» στην Κύπρο κάτι που επιδιώχθηκε στη Λουκέρνη και αποτυπώνεται στο σχέδιο Ανάν.

 

Η επιστροφή αυτή θεμελιώθηκε από τη δεσμευτική για την Ελλάδα απόφαση της Νέας Υόρκης. Η αποδοχή της διαδικασίας επιδιαιτησίας αποτελούσε τη λήψη ενός υπολογισμένου ρίσκου (calculated risk). Ωστόσο όπως κατέδειξαν τα αποτελέσματα της Λουκέρνης το ρίσκο δεν ήταν «υπολογισμένο». Οι εκτιμήσεις της ελληνικής πλευράς διαψεύστηκαν, δέσμευσαν στη συνέχεια Ελλάδα και Κύπρο να αποδεχθούν ένα «δίκαιο» σχέδιο επίλυσης όπως το αντιλαμβανόταν ο Γ.Γ. του ΟΗΕ κ. Κ. Ανάν που δρα υπό τον ασφυκτικό έλεγχο της Ουάσινγκτον.

 

Η επιλογή της Νέας Υόρκης πρόσκαιρα οδήγησε την ελληνική πλευρά σε διθυράμβους χωρίς να έχει προσομοιωθεί ούτε και αναλυθεί η περίπτωση προώθησης ενός δυσμενούς σεναρίου. Στην εν λόγω λανθασμένη στρατηγική εκτίμηση συνέβαλε και το προεκλογικό κλίμα στην Ελλάδα. Το αποτέλεσμα ήταν να θεωρήσουμε τη Νέα Υόρκη έναν αυτόματο πιλότο επίλυσης του Κυπριακού στα πλαίσια του πνεύματος των προηγούμενων αποφάσεων του ΟΗΕ. Ωστόσο, με την υπογραφή από ελληνοκυπριακής πλευράς στη ΝΥ δεσμευτήκαμε να αποδεχθούμε το όποιο σχέδιο θα προέκυπτε ακόμα και αν αυτό ήταν δυσμενές.

 

Ορθά επισημαίνεται από υποστηρικτές του ΝΑΙ ότι αποδεχθήκαμε το σχέδιο Ανάν ως βάση για τις συνομιλίες της Λουκέρνης. Ωστόσο το αποτέλεσμα κατέδειξε ότι το σχέδιο Ανάν δεν χρησιμοποιήθηκε ως βάση αλλά ως καταληκτική λύση που επιβλήθηκε και στις δύο πλευρές όπως παραδέχθηκαν οι κκ. Παπαδόπουλος και Ντενκτάς. Ωστόσο και οι δύο όφειλαν να γνωρίζουν ότι μία τέτοια εξέλιξη αποτελεί θεμελιώδη λειτουργία της διαδικασίας επιδιαιτησίας.

 

Σε αυτό το σημείο η ελληνική πλευρά καταγράφει ένα στρατηγικό λάθος. Ορθά υποστηρίζεται ότι στη Νέα Υόρκη ενεπλάκησαν οι δύο κοινότητες και όχι Αθήνα και Άγκυρα. Ωστόσο, και εκ του αποτελέσματος, διαφαίνεται ότι οι λανθασμένες εκτιμήσεις της ελληνικής πλευράς παρέσυραν και τους ελληνοκύπριους να δεσμευθούν σε μία ανελαστική, δεσμευτική διαδικασία. Το γεγονός ότι οι ελληνοκύπριοι υπέγραψαν απούσας της ελληνικής πλευράς δεν μειώνει τις ευθύνες της Αθήνας η οποία ουσιαστικά δεν προστάτεψε τη Λευκωσία και δεν υπογράμμισε τους κινδύνους της διαδικασίας επίλυσης μέσα από επιδιαιτησία η οποία στο τέλος της ημέρας επιβάλλει μία δεσμευτική λύση.

 

Οι αρνητικές ενδείξεις για την Κύπρο είχαν διαφανεί πολύ πριν όταν πλέον η σημασία της επίλυσης υπερκάλυψε το στόχο μίας δίκαιης λύσης. Πλέον αναζητούσε η διεθνής κοινότητα μία λύση και όχι μία δίκαιη λύση ώστε να ικανοποιηθούν τα ευρύτερα μακροστρατηγικά συμφέροντα των ΗΠΑ. Η συμφωνία της Νέας Υόρκης αποτέλεσε την παγίδα που θα οδηγούσε σε λύση χωρίς να της προσδίδει την αίσθηση του δικαίου. Η εμπλοκή των ΗΠΑ σε αυτή τη διαδικασία ήταν καταλυτική και στόχευε να διευκολύνει την ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας η οποία περνάει μέσα από την επίλυση του Κυπριακού και την εξομάλυνση των ελληνο-τουρκικών σχέσεων. Μετά την Κύπρο έρχεται το Αιγαίο όπου τα ελληνικά επιχειρήματα οφείλουμε να ομολογήσουμε έχουν «μαύρες τρύπες».

Η φιλοτουρκική στάση της Ουάσινγκτον ξάφνιασε μόνον αυτούς που θεωρούσαν ότι μετά την κρίση στο Ιράκ και τις τριβές στο ζήτημα παροχής διευκολύνσεων στις αμερικανικές δυνάμεις οι σχέσεις μεταξύ των δύο διαχρονικών εταίρων είχαν ψυχραθεί. Όπως ορθά ωστόσο είχαμε επισημάνει κάποιοι αυτό ήταν εφήμερο και δεν μπορούσε να αναιρέσει μία πολιτική που επί δεκαετίες στήριζε τον τουρκικό αναθεωρητισμό στο Αιγαίο και την απειλή χρήσης βίας από πλευράς Άγκυρας.

 

Η Κύπρος ουσιαστικά τιμωρείται μετά από 30 χρόνια στρατιωτικής κατοχής, μεταξύ άλλων, και για τον αντιαποικιακό αγώνα κατά των Βρετανών. Ο Γ. Κρανιδιώτης είχε επισημάνει ότι «η διαμάχη στην Κύπρο είχε σαν αφετηρία τον αντιαποικιακό αγώνα που διεξήγαγαν οι ελληνοκύπριοι εναντίον των βρετανικών αποικιακών δυνάμεων». Ο βρετανικός παράγοντας, ο αναμφισβήτητος Δούρειος Ίππος στους κόλπους της ΕΕ, δεν συγχώρεσε ποτέ την ελληνοκυπριακή πλευρά για τον αγώνα κατά του βρετανικού ηγεμονισμού και έρχεται σήμερα να στηρίξει και ουσιαστικά προωθήσει ένα σχέδιο που κατοχυρώνει τα βρετανικά δικαιώματα στη νήσο και την καθιστά προτεκτοράτο εξωγενών παραγόντων.

 

Αν η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο τότε οι Βρετανοί είχαν την υπομονή να περιμένουν το ελληνικό στρατηγικό λάθος της επιλογής της επιδιαιτησίας ώστε να τιμωρήσουν έναν ταλαιπωρημένο λαό. Σε αυτή τους την προσπάθεια χρησιμοποίησαν διαχρονικά και τους αναξιοπαθούντες τουρκοκύπριους οι οποίοι θα πρέπει να ομολογήσουμε υπέφεραν από τα στρατηγικά λάθη της ελληνοκυπριακής και ελληνικής πλευράς και τις ακρότητες που διαπράχθηκαν.

 

Ο αγώνας κατά του αποικιακού βρετανικού καθεστώτος έλαβε μία αμιγώς εθνοτική χροιά με την έκφραση του αιτήματος για ένωση με το μητροπολιτικό κέντρο του ελληνισμού κάτι που οι τουρκοκύπριοι δεν μπορούσαν εκ των πραγμάτων να αποδεχθούν. Ο διακοινοτικός χαρακτήρας του αντιαποικιακού αγώνα και η απόρριψη του αιτήματος για ένωση θα μπορούσαν να είχαν αποτρέψει το κακό. Αυτό δεν θα επηρέαζε τις σχέσεις Ελλήνων και ελληνοκυπρίων οι οποίες οφείλουν να διέπονται από αμοιβαίο σεβασμό και όχι πατερναλιστικές πολιτικές από πλευράς Αθήνας. Το αίτημα για ένωση αποτελούσε διαχρονικά ανέφικτο στόχο καθώς δεν στηριζόταν από το διεθνή παράγοντα και υπονόμευε τα δικαιώματα των τουρκοκυπρίων. Ελλάδα και Κύπρος μπορούν να δρουν de facto ενιαία εκφράζοντας μία κοινή στρατηγική και χωρίς τη de jure ένωση.

 

Ωστόσο τα λάθη αυτά δεν μπορούν να αποτελέσουν άλλοθι για τη μη αποκατάσταση του δικαίου στα πλαίσια του οποίου οφείλουμε να αναγνωρίσουμε και τα δικαιώματα των τουρκοκυπρίων και του αναφαίρετου δικαιώματος τους στην ειρήνη και ευημερία. Ουσιαστικά ελληνοκύπριοι και τουρκοκύπριοι χρησιμοποιήθηκαν ως αναλώσιμα από τον βρετανικό αποικιακό μηχανισμό για διαφορετικούς λόγους.

 

Σε πρώτη φάση όταν το Λονδίνο κινδύνευε να απολέσει το παιχνίδι στην Κύπρο ενέπλεξε τους τουρκοκύπριους στη διαμάχη καθιστώντας ένα αντιαποικιακό κίνημα την αιχμή του δόρατος ώστε να πληγεί η τουρκοκυπριακή κοινότητα. Οι Βρετανοί θεωρούσαν ότι η πλήρης ανεξαρτησία έπρεπε να αποκλειστεί με κάθε τρόπο ακόμα κι αν αυτό επέβαλλε την όξυνση των διακοινοτικών ασυμβατοτήτων. Η ένταση και η διακοινοτική διαμάχη εξυπηρετούσε αποκλειστικά τα βρετανικά συμφέροντα.

 

Το έγκλημα των επίορκων χουντικών οδήγησε στην κορύφωση της Κυπριακής τραγωδίας και την αφορμή που αναζητούσε η Άγκυρα να επέμβει στο νησί. Η τραγωδία είχε προαναγγελθεί ήδη από τη στιγμή που οι ελληνοκύπριοι επεδίωξαν την πλήρη ανεξαρτησία των και τελικά ένωση και ορθά απέρριψαν αυτό που ο Γιάννος Κρανιδιώτης αποκάλεσε «δεσμευμένη ανεξαρτησία» ή την ανεξαρτησία στα πλαίσια δημιουργίας ενός ανεξάρτητου κράτους που δεν θα κηδεμονεύεται από τις μητέρες πατρίδες. Όπως εκτιμήθηκε παραπάνω το αίτημα για ένωση αποτέλεσε μάλλον μαξιμαλιστικό στόχο καθώς εκφραζόταν μέσα από ένα μονο-εθνοτικό πλαίσιο και δεν το στήριζαν πανίσχυροι εξωγενείς παράγοντες και υπό τις τότε συνθήκες απειλούσε την επιβίωση της τουρκοκυπριακής κοινότητας.

 

Η εμπλοκή των Βρετανών στη διαμόρφωση του σχεδίου Ανάν ήταν ουσιαστική αλλά και παρασκηνιακή. Οι Βρετανοί στήριξαν τις τουρκικές θέσεις για γεωπολιτικούς λόγους αλλά και γιατί θεωρούν την Τουρκία ως μία σημαντικότατη αγορά. Επιπλέον στήριξαν την Άγκυρα ευθυγραμμιζόμενοι με τον υπερατλαντικό εταίρο τους καθώς η Τουρκία στην ΕΕ αναμένεται να λειτουργήσει ως ένας ισχυρός πόλος Ατλαντισμού και να αποδυναμώσει τα ερείσματα των ακραιφνώς Ευρωπαϊστών.

 

Υπό αυτό το πρίσμα τα οφέλη από την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας και τη μελλοντική συμμετοχή της στην ΕΕ θα πρέπει να αναλυθούν μεταξύ άλλων με επίκεντρο το ρόλο της Τουρκίας εντός της ΕΕ και τον αμιγώς ατλαντικό προσανατολισμό της κάτι που απασχολεί τους ευρωπαϊστές και όσους οραματίζονται μία πολιτικά ενωμένη Ευρώπη. Ο στόχος αυτός δεν είναι συμβατός με τις επιθυμίες της Ουάσινγκτον, συνεπώς η Άγκυρα αναμένεται να αποτελέσει μαζί με τη Μ. Βρετανία τους πυλώνες του ατλαντισμού στην ΕΕ.

 

Η μη ουσιαστική εμπλοκή της ΕΕ στις συνομιλίες αποτελεί αναμφίβολα νίκη για την Άγκυρα που επιθυμούσε είτε την άμεση αμερικανική διαμεσολάβηση, όπως είχε δηλώσει κατά την επίσκεψη του στην Ουάσινγκτον ο κ. Γκιούλ είτε τη δρομολόγηση ενός πλαισίου συνομιλιών που δεν θα προέβλεπε ουσιαστικό ρόλο για την ΕΕ. Τελικά η εμπλοκή της ΕΕ στις συνομιλίες και η παρουσία του αρμόδιου για θέματα διεύρυνσης επιτρόπου Φερχόιγκεν δεν είχαν ουσιαστικό αντίκρισμα πέραν του ότι προσέφεραν μία πρώιμη σουρεαλιστική «νίκη» για την ελληνική πλευρά.

 

Ουσιαστική επιτυχία θα αποτελούσε μία διαδικασία υπό την ουσιαστική αιγίδα της ΕΕ (αφού η Κύπρος καθίσταται μέλος της ΕΕ την 1η Μαίου), με σημείο αναφοράς το σχέδιο Ανάν και την παράλληλη αποχώρηση των τουρκικών δυνάμεων κατοχής. Αυτό ενδεχομένως να μη γινόταν αποδεκτό από την τουρκική και τουρκοκυπριακή πλευρά η οποία δεν εμπιστευόταν την ΕΕ αλλά επιθυμούσε ένα σχέδιο διαμορφωμένο από ΗΠΑ και Μ. Βρετανία. Τελικώς οι επιθυμίες του κ. Γκιούλ πραγματοποιήθηκαν και η ΕΕ δεν είχε ουσιαστικό ρόλο αλλά ευθυγραμμίστηκε με τις επιλογές της Ουάσινγκτον.

 

Ήδη από το 2000 η ΕΕ με δηλώσεις του κ. Φερχόιγκεν είχε καταστήσει σαφές ότι «η παρουσία ξένων στρατευμάτων στην Κύπρο δεν είναι αντίθετη με τις αρχές της ΕΕ».

Πριν τη Νέα Υόρκη το κύριο βάρος των αμερικανικών πιέσεων στόχευε την ελληνική πλευρά, γεγονός που καταμαρτυρά το αίτημα της Ουάσινγκτον στην Αθήνα να ασκήσει πιέσεις στη Λευκωσία για επίδειξη συνεργατικού πνεύματος. Με δηλώσεις του στην International Herald Tribune στις 30 Ιανουαρίου ο Αμερικανός υπουργός εξωτερικών προανήγγειλε ουσιαστικά την επίσπευση εύρεσης λύσης δηλώνοντας ότι «βρισκόμαστε πολύ κοντά σε μία λύση». Ταυτόχρονα ο Πρόεδρος της Κύπρου κ. Παπαδόπουλος δήλωνε ότι δεν θα ήταν δυνατόν «σε 30 μέρες να βρεθεί μία λύση σε ένα πρόβλημα που ταλαιπωρεί τη χώρα επί 30 χρόνια».

 

Ωστόσο οι απόψεις της Κυπριακής πλευράς και η αποδοχή του πλαισίου επιδιαιτησίας μεταβλήθηκαν με ρυθμούς που προβληματίζουν όσους θεραπεύουν τις διεθνείς σχέσεις. Το οντολογικό ζήτημα που τίθεται είναι γιατί η ελληνική και ελληνοκυπριακή πλευρά βιάστηκαν να «κλείσουν» το θέμα αφού η απόφαση της ΕΕ είναι να συμμετάσχει η Κύπρος στην ΕΕ ακόμα κι αν δεν έχει βρεθεί λύση μέχρι την 1η Μαίου. Ακόμα διερωτάται κανείς ποιοι οδήγησαν τον Κύπριο Πρόεδρο να αποδεχθεί μία διαδικασία την οποία ο ίδιος αμφισβητούσε.

 

Τον Ιανουάριο (2004) η τουρκική Χουριέτ αλλά και ο τουρκοκυπριακός τύπος είχαν ομολογήσει ότι η ελληνοκυπριακή πλευρά διέθετε τέτοια πλεονεκτήματα που την καθιστούσαν ρυθμιστή της όποιας λύσης. Μάλιστα ο διάλογος που αναπτυσσόταν στα τουρκικά ΜΜΕ ήταν μεταξύ προδοτών, αυτών που «χαρίζουν την Κύπρο» και αυτών που δεν είναι διατεθειμένοι να κάνουν ένα βήμα πίσω (στρατιωτική ελίτ). Ο διοικητής της Τουρκικής Στρατιάς Αιγαίου, Χουρσίτ Τολόν, είχε δηλώσει ότι «η χώρα άρχισε να τρέφει προδότες που επιθυμούν να χαρίσουν την Κύπρο».

 

Παράλληλα δημοσιοποιήθηκαν οι σοβαρές διαφωνίες μεταξύ Ερντογάν και στρατιωτικών όσον αφορά στο τι μπορούσε να γίνει αποδεκτό από την τουρκική πλευρά. Οι στρατιωτικοί δεν αποδέχονταν την απομάκρυνση των τουρκικών στρατευμάτων κατοχής μέχρι την πλήρη συμμετοχή της Τουρκίας στην ΕΕ αν και ο Τούρκος πρωθυπουργός στήριξε μία πρόταση που προέβλεπε τη μείωση των στρατευμάτων σε 6.000 σε διάστημα 40 μηνών. Το τουρκικό επιτελείο επέμενε ότι ακόμα και μετά τη συμμετοχή της Τουρκίας στην ΕΕ θα όφειλαν να παραμείνουν στη νήσο 2.000 Τούρκοι στρατιώτες προκειμένου να εξασφαλιστεί η προστασία των τουρκοκυπρίων.

 

Στο ζήτημα των εγγυήσεων το τουρκικό ΥΠΕΞ δήλωνε ότι θα αποδεχόταν την προσθήκη στο Σχέδιο Ανάν μίας παραγράφου που θα καθιστούσε εκ νέου Ελλάδα και Τουρκία εγγυήτριες δυνάμεις όπερ και εγένετο. Σε αντίθεση η στρατιωτική ηγεσία υποστήριζε ότι μία τέτοια προσθήκη θα μπορούσε να «ερμηνευτεί με τρόπο που να υποχρεώνει την Τουρκία να αποδεχθεί το κοινοτικό κεκτημένο, το οποίο μπορεί να μην εξυπηρετεί τα αμιγώς τουρκικά συμφέροντα…».

 

Το τελικό σχέδιο ικανοποίησε και τις δύο πλευρές (στρατιωτικούς και Ερντογάν αφού και οι δυνάμεις κατοχής παραμένουν επί μακρόν και το κοινοτικό κεκτημένο υπερκαλύπτεται.

 

Από την άλλη, στα ζητήματα που αφορούν το Αιγαίο έγιναν δηλώσεις που δημιουργούν ερωτηματικά όσον αφορά το τι είχε συμφωνηθεί ή επιχειρείτο να συμφωνηθεί υπό το πρίσμα αδιαφανών διαδικασιών. Το τουρκικό περιοδικό ΚΑΡΜΑ δημοσίευσε τον Ιανουάριο (αναδημοσίευση Χουριέτ, 23-1-2004) δηλώσεις του κ. Γ. Παπανδρέου με τις οποίες προανήγγειλε οριστική λύση των ελληνοτουρκικών διαφορών μέσα στο 2004.

 

Αν ο κ. Παπανδρέου είχε πράγματι αποδεχθεί ένα πλαίσιο επίλυσης των διαφορών αυτό δεν είναι γνωστό σε κανέναν, τουλάχιστον στη χώρα μας, οπότε τίθεται ζήτημα διαφάνειας στην άσκηση της εξωτερικής πολιτικής ενώ η απόφαση να εισηγηθεί την αποδοχή του σχεδίου Ανάν με συνοπτικές διαδικασίες και εκτός του πλαισίου συμμετοχικής δημοκρατίας αγνοώντας τη βάση του ΠΑΣΟΚ προβληματίζει πολλούς.

 

Ωστόσο και ο κ. Παπαδόπουλος φέρει ευθύνες καθώς ήταν ο ίδιος που ζήτησε τη διαμεσολάβηση του κ. Ανάν όπως είχε δηλώσει ο εκπρόσωπος της Κυπριακής Δημοκρατίας κ. Ιακώβου. Στον αντίλογο θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι άρνηση της κυπριακής πλευράς να αποδεχθεί διάλογο θα δυναμίτιζε τη διαδικασία προσέγγισης των δύο πλευρών με αποτέλεσμα η ελληνοκυπριακή πλευρά να χρεωθεί το ναυάγιο. Θα πρέπει ακόμα να ομολογήσουμε ότι η απόρριψη του σχεδίου Ανάν και πάλι θα καταστήσει την ελληνοκυπριακή πλευρά το μαύρο πρόβατο της προσπάθειας επανένωσης της νήσου ωστόσο η αποδοχή του θέτει σε κίνδυνο την ασφάλεια ολόκληρης της νήσου.

 

Δυστυχώς η δυναμική της αντιπαράθεσης ανάμεσα στους υποστηρικτές του ΝΑΙ και του ΟΧΙ περιορίζεται στη διατύπωση κατηγοριών για έλλειμμα ή πλεόνασμα πατριωτισμού. Είναι απόλυτα φυσιολογικό να διίστανται οι απόψεις ωστόσο είναι απαράδεκτο να διχάζεται η κοινή γνώμη με κραυγές και συνθήματα. Όλες οι πλευρές έχουν να παρουσιάσουν εύλογα επιχειρήματα. Καμία πλευρά δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι έχει απόλυτο δίκιο ή ότι έχει προβλέψει με ακρίβεια τι θα προκύψει από ένα πιθανό ΝΑΙ ή ΟΧΙ. Και οι δύο επιλογές μας οδηγούν σε μία πορεία προς το άγνωστο. Ωστόσο μία ενδεχόμενη αποτυχία του εγχειρήματος επανένωσης μπορεί να οδηγήσει σε μία νέα και ακόμα μεγαλύτερη καταστροφή. Αυτό υπαινίχθηκε σαφέστατα ο κ. Παπαδόπουλος στο διάγγελμα κάνοντας αναφορά του στα ζητήματα ασφαλείας.

 

Διατυπώνονται ανεύθυνες και επικίνδυνες απόψεις περί δοκιμαστικής προσπάθειας εφαρμογής του σχεδίου Ανάν με την ελπίδα ότι ο χρόνος θα επουλώσει τις πληγές και θα αποκαταστήσει τις λειτουργικές αδυναμίες του σχεδίου. Αν αποδειχθεί στην πράξη ότι το σχέδιο δεν συνιστά μία λειτουργική και ως εκ τούτου βιώσιμη λύση τα αποτελέσματα ενδέχεται να είναι τραγικά. Λαμβάνοντας υπόψη ότι με το σχέδιο η Τουρκία παραμένει εγγυήτρια δύναμη με δικαίωμα να επεμβαίνει και στο νότιο τμήμα της χώρας (ελληνοκυπριακή συνιστώσα) είναι απόλυτα κατανοητό γιατί ο κ. Παπαδόπουλος αισθάνεται ανασφαλής.

 

Μεταξύ των υποστηρικτών του ΟΧΙ συμπεριλαμβάνονται και επαγγελματίες αντιρρησίες, αυτοί που αρνούνται να σφίξουν το χέρι ενός Τούρκου από φόβο… μήπως το χάσουν αν και δυστυχώς ήταν η τουρκική πλευρά που έθεσε πρώτη το θέμα με τις ατυχείς δηλώσεις του τότε Τούρκου ΥΠΕΞ κ. Τζέμ. Ωστόσο αυτοί αποτελούν μία μικρή μειοψηφία. Η ταύτιση των υποστηρικτών του ΟΧΙ με αυτά τα ακραία στοιχεία αποτελεί μη δημοκρατική πρακτική σε μία χώρα που δεν σέβεται τη διαφορετικότητα σε πολιτικό επίπεδο (κομματισμός), δεν εφαρμόζει την αξιοκρατία και λειτουργεί με βάση την έλλειψη διαφάνειας.

 

Στον αντίποδα, μεταξύ των υποστηρικτών του ΝΑΙ βρίσκονται και οι επαγγελματίες «εκσυγχρονιστές» (πόσο εκσυγχρονιστής μπορεί να είσαι άραγε όταν χρήζεις τη θυγατέρα σου πανεπιστημιακό και στήνεις μία διαδικασία επιλογής;) που δεν ανέχονται τη διαφορετική άποψη. Μάλιστα αυτοί αυτοπροσδιορίζονται ως «προοδευτικοί» παρά το γεγονός ότι έχουν καταδείξει την έλλειψη πολιτικής συνέπειας που χαρακτηρίζει την πολιτική τους διαδρομή.

 

«Υπάρχουν επαγγελματίες στο λιντσάρισμα» έγραψε στην Ελευθεροτυπία (8-4-2004, σελ. 63) ο Γιάννης Τριάντης. Και επισημαίνει: «Ορισμένοι εξ αυτών έχουν αρχίσει από καιρό να δείχνουν δυσανεξία και να ειρωνεύονται τον Πρόεδρο της Κύπρου, παίζοντας μάλιστα με τα σύμφωνα του ονόματος του. Ναι, οι «εκσυγχρονιστές». Δυστυχώς αυτά είναι τα δομικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά του ελληνικού πολιτικού συστήματος.

 

Αξιοσημείωτο είναι ότι οι υποστηρικτές του ΝΑΙ χρησιμοποιούν απόλυτα ταυτόσημα ερμηνευτικά επιχειρήματα μίας ισοπεδωτικής κινδυνολογίας. Είναι το αποτέλεσμα του αόρατου «κέντρου» που επιχειρεί να αμβλύνει τις δυσμενείς εντυπώσεις ενός αμερικανόπνευστου σχεδίου. Ορισμένοι δεν κρατούν ούτε τα προσχήματα και προπαγανδίζουν υπέρ του ΝΑΙ με άξονα το ισοπεδωτικό δίλημμα μεταξύ λογικής και συναισθήματος μεταξύ εθνικού και εθνικιστικού. Απαντώντας ο Κύπριος Πρόεδρος δήλωσε ότι στο διάγγελμα του «μίλησε με την καρδιά και το νου».

 

Στον αντίλογο θα μπορούσε κάποιος να αποδώσει στους υποστηρικτές του ΟΧΙ τα ίδια ιδιοτελή κίνητρα, την ίδια διχαστική νοοτροπία και μισαλλοδοξία έναντι των γειτόνων μας. Η ανάλυση στρατηγικών δεδομένων απαιτεί σύνεση αλλά δεν μπορεί να διαχωρίζεται από το αίσθημα δικαίου που οφείλει να αποδίδει σε όλες τις πλευρές. Επιπλέον είναι εύκολο για τους γνωρίζοντες διεθνολόγους και όχι διεθνολογούντες να αντιληφθούν τη διαφορά ανάμεσα σε μία στρατηγική εκτίμηση και ένα κήρυγμα μίσους κατά της διαφορετικότητας. Κάθε άλλη ισοπεδωτική εκτίμηση γίνεται εκ του πονηρού και έχει ιδιοτελή ή άλλα κίνητρα.

 

Στη συγκεκριμένη περίπτωση η απεμπλοκή της Τουρκίας, της Ελλάδας και της Μ. Βρετανίας από τη διαδικασία εγγύησης θα αποτελούσε το πρώτο αποφασιστικό βήμα για την αποδέσμευση της Κύπρου από την ηγεμονία όχι μόνο της Άγκυρας και της Αθήνας αλλά και τη βρετανική επικυριαρχία. Η πρόταση αυτή θα εξισορροπούσε τις όποιες δικαιολογημένες αντιρρήσεις της τουρκοκυπριακής πλευράς αν ζητούσαμε μόνο την απεμπλοκή της Τουρκίας από τη διαδικασία εγγύησης της ασφάλειας της Κύπρου. Από την άλλη θα απελευθέρωνε την Κύπρο από τις πατερναλιστικές βλέψεις της Αθήνας η οποία με τις θέσεις μέρους της πολιτικής ελίτ μεταφέρει στην Κύπρο τις πιέσεις που δέχεται από την Ουάσινγκτον και την ΕΕ.

 

Ορθά ο Κύπριος Πρόεδρος μίλησε για κηδεμονία της Κύπρου από την Άγκυρα. Στόχος όλων μας είναι να επανενωθεί η Κύπρος με μία ομοσπονδιακή μορφή που δεν θα την καθιστά όμηρο της Άγκυρας αλλά και θα την προστατεύει από τις πατερναλιστικές βλέψεις της Αθήνας. Με το παρόν σχέδιο δεν εξασφαλίζεται η συνεργασία της Τουρκίας η οποία θα μπορεί να ελέγχει ολόκληρο το νησί. Οι εγγυήσεις των ΗΠΑ για εφαρμογή των συμφωνημένων κρίνονται μάλλον ανεπαρκείς, ενώ αμφισβητείται στην Ουάσινγκτον κάθε ηθικό κίνητρο εμπλοκής των στο Κυπριακό.

 

Ο τρόπος με τον οποίο αντιμετώπισαν το διάγγελμα του κ. Παπαδόπουλου ορισμένοι κύκλοι «προοδευτικών» καταδεικνύει ασέβεια στην Κυπριακή Δημοκρατία και μία δογματική, ανελαστική επιχειρηματολογία. Αυτή εκφράστηκε καθώς ο Κύπριος Πρόεδρος εξέφρασε μία μη συμβατή με τη δική τους γνώμη. Η έλλειψη δημοκρατικού πνεύματος δεν χαρακτηρίζει μόνο τους ακροδεξιούς. Αυτοί τουλάχιστον ευθαρσώς δεν αποδέχονται τους κανόνες μίας δημοκρατικά δομημένης κοινωνίας οπότε είναι εύκολο να αντικρουστούν τα επιχειρήματα τους και να αποδομηθεί η επιχειρηματολογία τους.

 

Αντίθετα, ορισμένοι πρώην αγωνιστές της αριστεράς, νυν γυρολόγοι της πολιτικής που παρακαλούσαν προκειμένου να βρουν πολιτική στέγη εξελίσσονται σε μία άτυπη ιερά εξέταση και εξαπολύουν ύβρεις κατά όσων διαφοροποιούνται πολιτικά ή σε επίπεδο στρατηγικής ανάλυσης. Ταυτίζουν το ΟΧΙ με εθνικιστικά κίνητρα και δήθεν σχέδια και επιλογές που παραπέμπουν σε στρατιωτική σύγκρουση με τη γείτονα Τουρκία. Με την πολιτική τους αναδεικνύονται στο αριστερό δεκανίκι μίας άφρονος, αντιδημοκρατικής και άδικης πολιτικής και στηρίζουν την αμερικανική επικυριαρχία και αμοραλισμό. Ουσιαστικά δεν στηρίζουν την πορεία ευρωπαϊκής ενοποίησης κάτι που εκπλήσσει όσους δεν διακατέχονται από ιδεολογικό αντιαμερικανισμό αλλά απορρίπτουν την έλλειψη ηθικής στις διεθνείς σχέσεις.

 

Ο πατριωτισμός είναι ένα υγιές αίσθημα όταν δεν λαμβάνει σοβινιστική ή ρατσιστική χροιά και αυτό αφορά κυρίως αυτούς που με ασέβεια αποκαλούν τους τουρκοκύπριους «γύφτους», αυτούς που δεν κατανοούν ότι η φτώχεια αποτελεί κοινωνικό πρόβλημα και όχι νόρμα πολιτισμικής αξιολόγησης.

 

Κακώς ο κ. Παπαδόπουλος δεν αναφέρθηκε με σαφήνεια στο διάγγελμα του στους αγώνες της Ελλάδας να επιλυθεί το Κυπριακό. Όλοι επιθυμούμε την επίλυση του, είτε στηρίζουμε το ΝΑΙ είτε το ΟΧΙ. Η διαφοροποίηση μας προκύπτει από μία διαφορετική εκτίμηση και στρατηγική προσέγγιση και όχι ποσοστικοποίηση της έννοιας πατριωτισμός. Η Ελλάδα έπραξε ότι ήταν δυνατόν για να βοηθήσει την Κύπρο έστω κι αν της χρεώνεται το ιστορικό και καταλυτικό λάθος της Νέας Υόρκης. Ο κ. Παπαδόπουλος όφειλε να το αναγνωρίσει εκτός κι αν θεωρεί ότι οι πιέσεις που του ασκήθηκαν από «τους φίλους μας στο εξωτερικό» (είναι μέσα σε αυτούς και η Ελλάδα;) στόχευαν να εξυπηρετήσουν άλλα συμφέροντα οπότε είναι υποχρεωμένος να αποσαφηνίσει τη θέση του.

 

Η ταύτιση του κ. Ντενκτάς με τον Τ. Παπαδόπουλο είναι επιεικώς άστοχη και παραπέμπει μάλλον στην πόλωση του Κυπριακού πολιτικού συστήματος και στην εσωτερική πολιτική αντιπαράθεση. Η αμαύρωση του ονόματος του Κύπριου Προέδρου επιχειρείται και από ορισμένα ελληνικά ΜΜΕ και κάποιους αναλυτές τα κίνητρα των οποίων προβληματίζουν.

 

Σε επίπεδο τακτικής η απεμπλοκή του Κ. Ντενκτάς από τις συνομιλίες της Λουκέρνης ευνόησε σαφώς την Τουρκία. Και στο παρελθόν η αδιαλλαξία του τουρκοκύπριου ηγέτη μας είχε διασώσει. Ωστόσο αυτή τη φορά η στρατηγική της Τουρκίας είχε επισημάνει ότι αποτελούσε ένα ουσιαστικό πρόβλημα και τον άφησε έξω από τις συνομιλίες.

 

Ήδη από τον Δεκέμβριο του 2003 είχε καταστεί σαφές ότι ο κ. Ντενκτάς θα δυναμίτιζε τις συνομιλίες. Αυτό ήταν φανερό από τις συνομιλίες Ντενκτάς-Γουέστον στα κατεχόμενα στις 18-12-2003. Όπως είχε επισημανθεί, «η διάσταση θέσεων ΗΠΑ και Ντενκτάς στο Κυπριακό επιβεβαιώθηκε και κατά τη χθεσινή συνάντηση του Αμερικανού συντονιστή Τόμας Γουέστον με τον Τουρκοκύπριο ηγέτη στην κατεχόμενη Λευκωσία. Σε δηλώσεις μετά τη συνάντηση τους και οι δυο δήλωσαν ότι δεν μπόρεσαν να πείσουν ο ένας τον άλλο να αλλάξει τις θέσεις τους». Μετά από αυτή την εξέλιξη η ευρύτερη στρατηγική των ΗΠΑ και της Άγκυρας ήταν να απομονωθεί ο κ. Ντενκτάς ώστε να προχωρήσει η διαδικασία προσέγγισης.

 

Μία εναλλακτική προσέγγιση - ερμηνεία της στάσης του τουρκοκύπριου ηγέτη είναι ότι με την αδιαλλαξία του αλλά και την παράλληλη απεμπλοκή του από τις συνομιλίες προκάλεσε εφησυχασμό στην ελληνική και ελληνοκυπριακή πλευρά που βρέθηκαν προ ενός δυσάρεστου αποτελέσματος.

 

Τη στιγμή που ο κ Ερντογάν μιλούσε για δύο χωριστά κράτη το μέτωπο Αθήνας-Λευκωσίας δεν μπόρεσε να προετοιμάσει μία στρατηγική που θα προστάτευε όσα είχαν κερδιθεί με τα προηγούμενα σχέδια του κ. Ανάν, μία στρατηγική που δεν θα αντιστρατευόταν τα δικαιώματα των τουρκοκυπρίων. Οι προτεινόμενες μέσα από αυτή τη σύντομη μελέτη αλλαγές δεν μειώνουν σε τίποτα τα δικαιώματα της μία συνιστώσας εθνότητας η οποία θα πρέπει να προστατευθεί αλλά και αποδεσμευτεί πολιτικά από την Άγκυρα.

 

Ο διαχρονικός στόχος της Τουρκίας ήταν η αναγνώριση δύο ξεχωριστών κρατών κάτι που είχαν δηλώσει κατά καιρούς οι κκ. Τζέμ και Γκιούλ. Στις 18-12-2003 ο Τούρκος πρωθυπουργός μίλησε για αναγνώριση δύο κρατών και επισήμανε ότι η αναγνώριση των κατεχομένων «είναι το μόνο θέμα που η Αγκυρα έχει στην ημερήσια διάταξή της για το Κυπριακό». Συνέχισε δηλώνοντας ότι «εμείς δεχόμαστε να αναγνωριστούν και τα δύο κράτη. Αν όμως η άλλη πλευρά δεν το δέχεται, τότε και η δική μας στάση θα είναι η ίδια», και υπογράμμισε ότι οι τουρκικές θέσεις στηρίζονται στην «ύπαρξη θρησκειών, δύο γλωσσών και δύο πλευρών που η κάθε μία έχει αυτοανακηρυχθεί ως κράτος». Οι παραπάνω δηλώσεις παραπέμπουν στις προβλέψεις του σχεδίου Ανάν για την ποσόστωση αυτών που δεν ομιλούν την επίσημη γλώσσα του συνιστώντος κρατιδίου.

 

Οι δύο τελευταίες προσπάθειες του Κ. Ανάν για επίλυση του ζητήματος επεδίωξαν να προωθήσουν λύσεις εξπρές. Ο κ. Ντενκτάς με τη στάση του «διέσωσε» την ελληνοκυπριακή πλευρά ωστόσο η επιδιαιτησία επέτρεψε στο διεθνή παράγοντα να προωθήσει ένα σχέδιο που εκ του αποτελέσματος διαφαίνεται ότι δεν μπορεί να ετοιμάστηκε από τον ΟΗΕ αλλά από τρίτα μέρη. Κάποιοι εκτιμούν ότι το σχέδιο ήταν ηθελημένα τόσο άδικο και ετεροβαρές ώστε να αναγκάσει την ελληνοκυπριακή πλευρά να πει το ΟΧΙ. Σε αυτή την περίπτωση ο υπαίτιος του ναυαγίου θα ήταν η Λευκωσία χωρίς ωστόσο να αναλύεται ποιες ήταν οι συγκεκριμένες μεταβολές που θα οδηγούσαν τους ελληνοκύπριους στο ΝΑΙ.

 

Η αποδοχή επιδιαιτησίας δεν επέτρεψε στην ελληνοκυπριακή πλευρά, τουλάχιστον σε επικοινωνιακό επίπεδο, να εκμεταλλευτεί το πλεονέκτημα της δεδομένης ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ την 1η Μαίου και έδωσε τη δυνατότητα σε Ουάσινγκτον και Λονδίνο να αιφνιδιάσουν Αθήνα και Λευκωσία. Μετά από αυτό το λάθος η Άγκυρα εξασφάλισε τη μη συμμετοχή του κ. Ντενκτάς στις συνομιλίες ο οποίος δεν αποδεχόταν a priori τους όρους που θα επέβαλλε ο κ. Ανάν ώστε να μην εγκλωβιστεί.

 

Παράλληλα η Άγκυρα δήλωνε μάλλον παραπλανητικά ότι το σχέδιο Ανάν αποτελούσε «σημείο αφετηρίας» και όχι «βάση διαπραγματεύσεων» ενώ διαχρονικά επέμενε στην αποδοχή μίας λύσης που να αναγνωρίζει τις «δύο πραγματικότητες», δηλαδή προωθούσε την αυτονομία του ψευδοκράτους. Οι δηλώσεις αυτές δεν ερμηνεύθηκαν σωστά καθώς κανείς δεν περίμενε ότι ο Κ. Ανάν θα προχωρούσε σε μία ανατροπή όσων είχαν αποδεχθεί στο πρόσφατο παρελθόν οι ελληνοκύπριοι. Οι αλλαγές που επέβαλλε ο Κ. Ανάν συνιστούν αλλαγές επί της ουσίας και όχι επί μέρους δευτερεύοντα ζητήματα.

 

Το σχέδιο Ανάν ουσιαστικά δίνει στους τουρκοκύπριους όλα αυτά τα πλεονεκτήματα ενώ από την άλλη στερεί στην ελληνοκυπριακή πλευρά αυτά που θα τις επέτρεπαν να δρα χωρίς να είναι εσαεί όμηρος της Άγκυρας η οποία μπορεί να δυναμιτίσει την εφαρμογή των προβλέψεων του.

 

Τι διακυβεύεται από ένα ΟΧΙ

 

Ωστόσο η απόρριψη του σχεδίου Ανάν εγκυμονεί κινδύνους και σε αυτό το σημείο η διεθνολογική κοινότητα θα πρέπει να σταθεί με προσοχή και υπευθυνότητα. Παρ΄όλα αυτά οι κίνδυνοι και παρενέργειες ενός ΟΧΙ θα πρέπει να αναλύονται αντικειμενικά χωρίς εξάρσεις κινδυνολογίας και εκβιαστικά διλήμματα αλλά ούτε έναν παραπλανητικό εφησυχασμό.

 

Το μεγαλύτερο μειονέκτημα από ένα πιθανό ΟΧΙ δεν αφορά αυτό καθ΄εαυτό την Κύπρο αλλά το γεγονός ότι Αθήνα και Λευκωσία εναντιώνονται στα σχέδια της Ουάσινγκτον και ορισμένων ευρωπαίων εταίρων. Σε αυτό το σημείο και υπό το βάρος της πολιτικής ισχύος οι υποστηρικτές του ΝΑΙ έχουν δίκιο. Υπό αυτό το πρίσμα το ΟΧΙ επιβάλλει μία επεξεργασμένη απάντηση και στρατηγική στις πιέσεις που θα ακολουθήσουν χωρίς αυτό να παραπέμπει σε μία «διεθνή απομόνωση» όπως ισχυρίζονται κάποιοι, ως η Ελλάδα και η Κύπρος να μην αποτελούν μέλη της ΕΕ.

 

Το ΟΧΙ ενδέχεται να οδηγήσει σε αναγνωρίσεις από μουσουλμανικές, κυρίως, χώρες, ειδικά τις τουρκόφωνες και φίλα προσκείμενες στην Τουρκία πρώην σοβιετικές δημοκρατίες. Ωστόσο θα αποτελούσε αλλοπρόσαλλη τακτική αν κάποια χώρα της ΕΕ αναγνώριζε άμεσα τουλάχιστον τα κατεχόμενα. Παρ΄όλα αυτά θα πρέπει να σταθούμε με σοβαρότητα σε αυτό το ενδεχόμενο και να δηλώσουμε ότι αυτό πιθανότατα θα αποτελούσε ένα καταλυτικό εμπόδιο για τη μελλοντική επιστροφή των τουρκοκυπρίων στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Είναι αμφίβολο αν η τουρκοκυπριακή ηγεσία αποφάσιζε να ανατρέψει τα οφέλη της διεθνούς πλέον αναγνώρισης της και «θυσίαζε» με ευκολία αυτό που επί χρόνια προσπαθούσε να πετύχει, τη de jure αναγνώριση της. Βέβαια με την ίδια ευκολία κάποιοι ζητούν από τη νόμιμη Κυπριακή Δημοκρατία να διαλυθεί και επανασυσταθεί στη βάση ενός αβέβαιου μέλλοντος και στη βάση ενός κατ΄όνομα «κράτους» περιορισμένης κυριαρχίας.

 

Από την άλλη, με δεδομένη την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ η Κύπρος, παρά τις πιέσεις που θα δεχθεί, μπορεί να αναστρέψει το κλίμα και να δράσει όντας εταίρος της ΕΕ σε διπλωματικό επίπεδο υπογραμμίζοντας ότι η απόρριψη του Σχεδίου Ανάν δεν αφορά στο σύνολο του σχεδίου αλλά σε συγκεκριμένες ρυθμίσεις που δεν αφορούν τα δικαιώματα των τουρκοκυπρίων αλλά ζητήματα ασφάλειας και τη στρατιωτική απειλή που συνιστά η Τουρκία.

 

Το ΟΧΙ δεν θα διευκολύνει μία νέα προσπάθεια προσέγγισης καθώς η τουρκοκυπριακή πλευρά δεν θα έχει ισχυρά κίνητρα, πέραν αυτού της συμμετοχής στην ΕΕ, να συμμετάσχει σε ένα κύκλο διαπραγματεύσεων και να μοιραστεί την εξουσία με τους ελληνοκύπριους.

 

Ένα άλλο πρόβλημα που θα προκύψει από ένα πιθανό ΟΧΙ και με την απευχόμενη προϋπόθεση ότι η διχοτόμηση θα γίνει de jure είναι ότι πλέον η Κύπρος θα πρέπει να δαπανήσει χρήματα για την άμυνα της. Επί δεκαετίες το νησί παρέμενε ουσιαστικό απροστάτευτο οπότε η de jure διχοτόμηση επιβάλλει την ενίσχυση της άμυνας με δεδομένο ότι τα κατεχόμενα θα αποτελούν «ξένο κράτος» που θα λειτουργεί ως προτεκτοράτο της Άγκυρας και ως εκ τούτου εν δυνάμει απειλή για την ελεύθερη Κύπρο. Σε κάθε περίπτωση ορισμένοι εκτιμούν ότι η διχοτόμηση είναι προτιμότερη από την απώλεια ολόκληρης της νήσου.

 

Ένα ΟΧΙ δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι δεν θα συνεχιστεί η διαδικασία προσέγγισης των δύο κοινοτήτων ωστόσο η μη επίλυση μπορεί να οδηγήσει σε εντάσεις με υπαίτιους όχι τους τουρκοκύπριους αλλά ακραία στοιχεία (Γκρίζοι Λύκοι) που ενδέχεται να προκαλέσουν. Συνεπώς μετά από ένα πιθανό ΟΧΙ η ελληνική και τουρκοκυπριακή πλευρά θα πρέπει να δράσουν με σύνεση στα πλαίσια της ΕΕ και όχι μόνο να αφήσουν ανοικτές τις διόδους επαφής με τον τουρκοκυπριακό λαό αλλά και να εντατικοποιήσουν αυτή την προσέγγιση ώστε να ενισχυθεί το λόμπι αυτών που ανεξαρτήτως λύσης επιθυμούν την ειρηνική συνύπαρξη των δύο κοινοτήτων.

 

Η απόρριψη του σχεδίου Ανάν θα είναι δύσκολο να μην επηρεάσει σε κάποιο βαθμό την ελληνοτουρκική προσέγγιση. Στον ψυχολογικό αλλά και ευρύτερο στρατηγικό τομέα το Κυπριακό και το Αιγαίο συνδέονται, ενώ είναι ευρύτατα αποδεκτό ότι το Κυπριακό δηλητηριάζει τις διμερείς σχέσεις Αθήνας-Άγκυρας. Από την άλλη μία μη λειτουργική και άρα μη βιώσιμη λύση θα αποτελέσει εστία έντασης και μπορεί να οδηγηθούμε σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις. Μία ρεαλιστική προσέγγιση ωστόσο επιβάλλει να αποδεχθούμε ότι το Κυπριακό έχει τη δυναμική, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα συμβεί, να φορτίσει και επιβαρύνει τις ελληνο-τουρκικές σχέσεις. Αυτό αφορά κυρίως την τουρκική στάση καθώς θεωρούμε δεδομένη ότι η ελληνική πλευρά ανεξαρτήτως του ποιος κυβερνά στην Ελλάδα θα είναι συνεργατική και θα κινείται στα πλαίσια του διεθνούς δικαίου.

 

Ωστόσο η μη επίλυση επί του παρόντος τουλάχιστον δε σημαίνει ότι θα υπάρχει ένταση. Στο παρελθόν ο κ. Τζέμ είχε αποσυνδέσει τις ελληνο-τουρκικές σχέσεις από την επίλυση του Κυπριακού. Είχε μάλιστα δηλώσει ότι το Κυπριακό οφείλει να παραμείνει εκτός του πλαισίου ελληνο-τουρκικής προσέγγισης. Είχε μάλιστα υπογραμμίσει ότι «θεωρούμε το Κυπριακό ως υπόθεση των άμεσα ενδιαφερομένων πλευρών, του τουρκικού τμήματος στη Β. Κύπρο και του ελληνικού στο νότο και αυτές οι δύο πλευρές πρέπει να σκεφθούν τι μπορούν να πράξουν προκειμένου να εξευρεθεί μία αποδεκτή λύση».

 

Ακόμα, με την απόρριψη του σχεδίου Ανάν ακυρώνεται η επιστροφή του 9% των κατεχομένων, ποσοστό που όφειλε να είναι μεγαλύτερο. Στον αντίλογο η επιστροφή αυτή δεν εξασφαλίζεται καθώς δεν υπάρχουν εγγυήσεις γα τη διαδικασία που θα ακολουθηθεί και δεν εξασφαλίζεται εσαεί από τη δράση τούρκων παραστρατιωτικών.

 

Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι πολλές από τις παρενέργειες ενός ΝΑΙ ή ΟΧΙ δεν θα ίσχυαν αν απέναντι μας είχαμε μία δημοκρατική Τουρκία. Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η γείτονα όσον αφορά τη λειτουργία του πολιτεύματος της συνιστούν εκ των πραγμάτων απειλή για την ειρήνη. Μία δημοκρατική Τουρκία θα λειτουργούσε σε ένα διαφορετικό και περισσότερο εποικοδομητικό πλαίσιο. Μέχρι να συμβεί αυτό οφείλουμε να απαιτούμε εγγυήσεις όχι σε επίπεδο δηλώσεων.

 

 

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

 

Μετά τις παραπάνω εκτιμήσεις καλούμαστε να αξιολογήσουμε τα υπέρ και κατά του σχεδίου Ανάν και να κρίνουμε με βάση στρατηγικά δεδομένα, τη λογική και τις εκτιμήσεις μας περί βιωσιμότητας της προτεινόμενης λύσης. Η στρατηγική προσομοίωση δεν συνιστά κινδυνολογία.

 

Οι υποστηρικτές του ΝΑΙ αποκαλούν το σχέδιο έναν επώδυνο συμβιβασμό. Σίγουρα το σχέδιο αποτελεί συμβιβασμό και αυτοί είναι απαραίτητοι στο πεδίο της διεθνούς πολιτικής. Ωστόσο ο ποιοτικός χαρακτηρισμός επώδυνος αναφέρεται κυρίως στην ελληνοκυπριακή πλευρά. Ένας βιώσιμος και λειτουργικός συμβιβασμός οφείλει να αποφέρει ανάλογα κόστη και οφέλη και στις δύο πλευρές.

 

Συμβιβασμοί επιβάλλονται να γίνονται και η ελληνοκυπριακή πλευρά έκανε τέτοιους. Πρώτον, αναγνώρισε τη μέχρι πριν από δεκαετίες τουρκοκυπριακή μειονότητα ως κοινότητα αποδεχόμενη όρους που αποψιλώνουν την πλειοψηφία από σημαντικά πλεονεκτήματα που διέθετε. Αυτό έγινε προκειμένου η τουρκοκυπριακή πλευρά να αισθανθεί ασφαλής και προστατευθεί αλλά και να ενισχυθεί η αυτόνομη δράση της και ο πολιτικός απογαλακτισμός της από την Άγκυρα.

 

Δεύτερον, έγινε υποχώρηση και στο ζήτημα επιστροφής εδαφών.

 

Τρίτον, έγινε αποδεκτή η ισονομία των δύο εθνοτήτων με βάση το προτεινόμενο σχέδιο παρά το γεγονός ότι αυτό καθιστά πολύπλοκο και οδηγεί σε αβέβαιο μέλλον το σύστημα λήψης αποφάσεων.

 

 

Τι θα μπορούσε να αλλάξει τα δεδομένα και να οδηγήσει τους υποστηρικτές του ΟΧΙ να επιλέξουν το ΝΑΙ;

 

Πρώτον, να είχε προβλεφθεί η άμεση ή σε σύντομο χρονικό διάστημα πλήρη αποστρατικοποίηση της νήσου καθώς τα τουρκικά στρατεύματα κατοχής αποτελούν εν δυνάμει απειλή για τη ασφάλεια ολόκληρης της νήσου.

 

Σε επίπεδο σημειολογίας, συμβολισμών και ψυχολογίας τα στρατεύματα κατοχής παραπέμπουν στην τραυματική εμπειρία της τουρκικής εισβολής οπότε δεν βοηθούν στη διαδικασία επούλωσης των πληγών μεταξύ των δύο κοινοτήτων. Την ασφάλεια της νήσου θα μπορούσαν να εγγυηθούν ο ΟΗΕ και η ΕΕ.

 

Δεύτερον, η αποχώρηση όλων των εποίκων θα αποφόρτιζε το κλίμα και θα δημιουργούσε ένα πλαίσιο προσέγγισης των δύο κοινοτήτων χωρίς την παρουσία εξωγενών ουσιαστικά παραγόντων πολλοί εκ των οποίων είχαν άμεση συμμετοχή στα γεγονότα της εισβολής. Μέρος των εποίκων είναι άτομα που είχαν εκδιώξει τους ελληνοκύπριους από τα κατεχόμενα. Το οντολογικό ερώτημα που τίθεται είναι σε ποιο βαθμό αποτελούν αυτοί συμβατό παράγοντα συνεργασίας μεταξύ των δύο κοινοτήτων.

 

Τρίτον, το σχέδιο διαμορφώνεται στα πλαίσια της Συνθήκης Εγγύησης του παρελθόντος, την οποία μάλιστα διευρύνει και στην ελληνοκυπριακή συνιστώσα πολιτεία γεγονός που καθιστά ολόκληρη την Κύπρο πλέον, και όχι μόνο την τουρκοκυπριακή συνιστώσα, όμηρο της Άγκυρας. Η απεμπλοκή από τα εγγυητικά δικαιώματα όλων των εγγυητριών δυνάμεων, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας, θα μπορούσε να γείρει την πλάστιγγα αποφασιστικά υπέρ του ΝΑΙ.

 

Σε αυτό το σημείο η ελληνική στρατηγική λανθασμένα όπως σήμερα αποδεικνύεται, στήριζε μία πολυετή διαδικασία χωρίς να έχει εξεύρει τρόπο να αποδεσμευτεί από τη Συνθήκη Εγγύησης που διαχρονικά καθιστούσε την Κύπρο όμηρο της Τουρκίας και έθετε τους τουρκοκύπριους υπό τον έλεγχο της Άγκυρας.

 

Κατά τη διάσκεψη του Λονδίνου στις 15 Ιανουαρίου 1964 όταν και συζητήθηκε το τότε προτεινόμενο αγγλοαμερικανικό σχέδιο ο βρετανός Υπουργός Αποικιών Ντάνκαν Σάντς «παραδέχθηκε ότι οι Συνθήκες Εγγύησης και Συμμαχίας έπρεπε να καταργηθούν».

 

Η επιδίωξη αυτού του στόχου σε διαχρονική βάση και η αποδοχή του ή μη από τους τουρκοκύπριους θα αποτελούσε τουλάχιστον σοβαρή ένδειξη για τις προθέσεις των τουρκοκυπρίων και του πως αντιμετωπίζουν την προοπτική ειρηνικής συμβίωσης με την άλλη συνιστώσα εθνότητα. Τυχόν απόρριψη αυτού του αιτήματος με δεδομένη την ένταξη ολόκληρης της Κύπρου στην ΕΕ θα αποτελούσε ένδειξη μη συμβατότητας στόχων μεταξύ των δύο εθνοτήτων.

 

Τέταρτον, πολλά θα μπορούσαν να αλλάξουν αν όσοι δεν είχαν το δικαίωμα πλήρους αποζημίωσης ή όσοι δεν επιθυμούσαν να αποζημιωθούν μόνο κατά το ένα τρίτο ή όσοι απλά απέρριπταν τις ρυθμίσεις είχαν το δικαίωμα να προσφύγουν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και να αποζημιωθούν πλήρως. Ουσιαστικά το σχέδιο Ανάν «φρόντισε» να ακυρώσει τη νίκη της κ. Λοϊζίδου στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και προστάτευσε την Τουρκία.

 

Επί της ουσίας το Σχέδιο Ανάν με την πρόβλεψη να καταστεί πρωτογενές δίκαιο της ΕΕ στερεί στους ελληνοκύπριους ένα αναφαίρετο δικαίωμα κάθε δημοκρατικά δομημένης πολιτείας. Οι πολίτες της Κύπρου χάνουν το δικαίωμα επιλογής μεταξύ προσφυγής ή αποδοχής των όρων του σχεδίου. Η ελληνοκυπριακή ηγεσία εκπροσωπώντας τον ελληνοκυπριακό λαό καλείται με αυτόν τον τρόπο να προβεί σε μία υπέρβαση η οποία εν πάση περιπτώσει μπορεί να ακυρωθεί με την απόρριψη του Σχεδίου Ανάν.

 

Πέμπτον, η επικυριαρχία των ξένων δικαστών στο Ανώτατο Δικαστήριο αποτελεί σε θεσμικό και σημειολογικό πεδίο ρύθμιση αποικιακής μορφής. Αν υπάρχει η αίσθηση ότι οι δύο κοινότητες δεν θα μπορέσουν να συνεργασθούν και επιβάλλεται η εφαρμογή αποικιοκρατικών μοντέλων λειτουργίας της ομοσπονδίας τότε κακώς επιχειρούμε την προσέγγιση και δεν προχωράμε σε de jure αναγνώριση που εξασφαλίζει περισσότερο αποτελεσματικά (όχι ωστόσο απόλυτα - στο πεδίο ασφάλειας δεν υπάρχει η αντίληψη της απόλυτης ασφάλειας)

 

Οι μεταβολές στις παραπάνω ρυθμίσεις σε καμία περίπτωση δεν θα μείωναν τα δικαιώματα των τουρκοκυπρίων τα οποία επιβάλλεται να προστατευθούν και πράγματι προστατεύονται από τις προβλέψεις του Σχεδίου Ανάν.

 

Η ελληνική στρατηγική οφείλει να είναι ευέλικτη αλλά και σταθερή σε ορισμένα θεμελιώδη ζητήματα, όπως η ασφάλεια και η αποστρατικοποίηση. Σε περίπτωση ενός ΟΧΙ Ελλάδα και Κύπρος οφείλουν να δραστηριοποιηθούν άμεσα στην ΕΕ και να συγκεκριμενοποιήσουν τα σημεία που δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτά. Με τον ίδιο τρόπο θα πρέπει να στραφούμε και προς την Ουάσινγκτον και να καταστήσουμε σαφές ότι η ελληνοκυπριακή πλευρά δεν απορρίπτει στο σύνολο του το Σχέδιο Ανάν αλλά ορισμένων προβλέψεων που με καλή θέληση θα μπορούσαν να τροποποιηθούν χωρίς να απειληθούν τα δικαιώματα των τουρκοκυπρίων.

 

Για δικούς της λόγους η Ουάσινγκτον επιθυμεί μία λύση με ασύμμετρα κέρδη και κόστη για τις δύο πλευρές. Πρώτιστα αυτό ενισχύει τον Τ. Ερντογάν, ο οποίος πράγματι αποτελεί έναν ηγέτη με διάθεση να οδηγήσει τη χώρα του στο δρόμο της δημοκρατίας και να ελέγξει στο μέτρο του δυνατού, τους στρατιωτικούς. Αυτό ωστόσο δεν μπορεί να γίνει σε βάρος των ελληνοκυπρίων ή των κυριαρχικών δικαιωμάτων Ελλάδας και Κύπρου.

 

Η διεθνοποίηση του Κυπριακού αποτέλεσε διαχρονικά στόχο της ελληνικής και ελληνοκυπριακής πλευράς αλλά αυτό προϋπέθετε ένα πλαίσιο επίλυσης που δεν θα διαμορφωνόταν από ΗΠΑ και Μ. Βρετανία. Το Σχέδιο Ανάν 5 είναι αποτέλεσμα διμερούς συνεργασίας μεταξύ των δύο αυτών χωρών και όχι του συνόλου της διεθνούς κοινότητας ή της ΕΕ που σύρθηκε πίσω από τις επιθυμίες των ΗΠΑ ενώ ακυρώνει όλα τα προηγούμενα ψηφίσματα του ΟΗΕ.

 

Το προτεινόμενο Σχέδιο Ανάν έχει ορισμένες ομοιότητες με το προταθέν το 1958 Σχέδιο Μακμίλλαν που προέβλεπε «την ίδρυση συνεταιρικού καθεστώτος στο νησί μεταξύ Μ. Βρετανίας, Ελλάδας και Τουρκίας, και τη δημιουργία ξεχωριστών κοινοτικών θεσμών για τις δύο κοινότητες που ισοδυναμούσε με τριχοτόμηση του νησιού».

 

Η σημερινή του μορφή προβλέπει έναν όχι τόσο εμφανή αλλά καθοριστικό για τη Μ. Βρετανία ρόλο. Σε αυτό το σημείο αξίζει να επαναλάβουμε ότι η αναγνώριση στους τουρκοκύπριους καθεστώτος κοινότητας ήταν ένας σημαντικός συμβιβασμός τον οποίο οφείλουν να αναγνωρίσουν όλοι οι εμπλεκόμενοι αλλά ιδιαίτερα όσοι υποστηρίζουν ότι η ελληνοκυπριακή πλευρά δεν έχει κάνει υποχωρήσεις.

 

Κίνητρα ως τα παραπάνω μπορούν να αποδοθούν μόνο σε άγνοια ή σκοπιμότητα ενώ η επιχειρηματολογία ορισμένων υποστηρικτών του ΝΑΙ είναι έωλη ενώ καταδεικνύει ότι αγνοούν τους διαχρονικούς στόχους που είχαν θέσει Λονδίνο και Ουάσινγκτον.

 

Πρώτον, το ζήτημα της ένωσης έχει λήξει εδώ και δεκαετίες, ενώ όπως εκτιμάται από αυτή τη μελέτη, ήταν εξ αρχής ανέφικτο καθώς δεν το ασπαζόταν η δεύτερη εθνότητα της Κύπρου καθώς αναπτύχθηκε σε μονο-εθνοτική διάσταση απειλώντας την επιβίωση της δεύτερης συνιστώσας εθνότητας (τότε μειονότητας). Σήμερα δεν υφίσταται ζήτημα ένωσης.

 

Δεύτερον, δεν τίθεται ζήτημα επιστροφής στο πριν το 1974 status quo ante. Η λύση μίας διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας είναι επώδυνη αλλά γίνεται αποδεκτή στα πλαίσια διαμόρφωσης ενός μοντέλου ειρηνικής συμβίωσης των δύο κοινοτήτων. Αυτό ωστόσο δεν μπορεί να γίνει με την παρουσία στρατευμάτων κατοχής που έχουν το δικαίωμα μονομερούς επέμβασης και στις δύο συνιστώσες πολιτείες αλλά και εποίκους ο αριθμός των οποίων δεν μπορεί να προσδιοριστεί επακριβώς, αφού οι τουρκοκυπριακές αρχές ήταν αυτές που παρείχαν τα στοιχεία χωρίς επαλήθευση.

 

Οι ασφυκτικές πιέσεις που ασκούνται από την Ουάσινγκτον και την ΕΕ δεν μπορούν παρά να αναλυθούν μέσα από ένα πρίσμα αμοραλισμού και υποταγής της ελληνοκυπριακής πλευράς. Εξάλλου δεν θα ήταν δύσκολο να υιοθετηθούν αλλαγές που θα οδηγούσε πολλούς να αποδεχθούν το σχέδιο.

 

Η εκβιαστική αυτή τακτική εκφραζόμενη μέσα από τελεσίγραφα είναι ο λόγος που εναντιώνει πολλούς κατά των ΗΠΑ ακόμα και αυτούς που δεν την θεωρούν ιδεολογικό αντίπαλο a priori αλλά επιθυμούν μία σώφρονα συνδιαχείριση ζητημάτων που αφορούν το διεθνή πολιτικό στίβο.

 

Η στρατηγική «η Κύπρος αποφασίζει και η Ελλάδα στηρίζει» μπορεί να ερμηνευθεί διττά προσδίδοντας της διαφορετικά κίνητρα. Από τη μία αποδυναμώνει τη συνολική ισχύ της Κύπρου όσον αφορά το ειδικό της βάρος στο διεθνή πολιτικό στίβο αλλά και τη διαπραγματευτική της ικανότητα. Από την άλλη η στρατηγική αυτή προστατεύει εν μέρει την Ελλάδα από αποφάσεις που δεν εξυπηρετούν τα συμφέροντα πανίσχυρων παικτών.

 

Η απόφαση των ελληνοκυπρίων αφορά αναμφίβολα και την Ελλάδα η οποία αναμένεται να δεχθεί νέες πιέσεις μετά από ένα πιθανό ΟΧΙ. Οι πιέσεις αυτές θα πρέπει να αντιμετωπιστούν μέσα από τα θεσμικά όργανα της ΕΕ, με συγκεκριμένες ενστάσεις στο σχέδιο και όχι τη δαιμονοποίηση του. Αν κάποιοι εκτιμούν ότι μετά από ένα πιθανό ΟΧΙ θα έρθει η καταστροφή τότε η εικόνα της «ισχυρής Ελλάδας η φωνή της οποίας ακούγεται από όλους» είναι πλαστή και παραπλανητική.

 

Επιπλέον, οι όποιες πιέσεις ακολουθήσουν θα είναι ευκολότερο να αντιμετωπιστούν αν το ΟΧΙ είναι πάνδημο.

 

Αν το διεθνές δίκαιο και οι ευρωπαϊκές αξίες που οδήγησαν σήμερα στην διευρυμένη Ευρώπη δεν αποτελούν μία ψευδαίσθηση τότε οφείλουμε να πούμε ΟΧΙ στο δίκαιο του ισχυρού και των κανονιοφόρων. Λύσεις υπάρχουν πολλές αλλά μόνο συγκεκριμένες προβλέψεις μπορούν να δώσουν στο Σχέδιο Ανάν την αίσθηση μίας δίκαιης, λειτουργικής και βιώσιμης.

 

Αν η «λογική» επιβάλλει αποδοχή των πάντων και συστράτευση με το διεθνή παράγοντα τότε κάποιοι μπορούν να μπουν στον πειρασμό να προτείνουν την έμπρακτη συμπαράσταση μας με την αποστολή ελληνικών στρατιωτικών τμημάτων στο Ιράκ. Τουλάχιστον η θυσία τους στο όνομα του άδικου και της «λογικής» μπορεί να αποφέρει στη χώρα μας οφέλη.

 

Το Σχέδιο Ανάν ανατρέπει το σύνολο της ελληνικής και ελληνοκυπριακής πολιτικής και τα όποια οφέλη της διεθνοποίησης του ζητήματος. Θεμελιώνεται στην πλέον προβληματική, όπως αποδεικνύει η ιστορία, πρόβλεψη της Συνθήκης Εγγύησης. Στο παρελθόν η ελληνοκυπριακή ηγεσία είχε επιδιώξει την άμεση εμπλοκή του ΟΗΕ ακριβώς για να απογαλακτισθεί από τη Συμφωνία Εγγυήσεως κάτι που σήμερα δεν επιτυγχάνεται. Όπως επισημαίνει ο Γιάννος Κρανιδιώτης

 

«Ένας άλλος λόγος για τον οποίο η κυπριακή κυβέρνηση επέμενε να τοποθετήσει το πρόβλημα στα πλαίσια των Ηνωμένων Εθνών ήταν για να υποβαθμίσει τις Συνθήκες Συμμαχίας και Εγγύησης…Η κυπριακή κυβέρνηση ήθελε να εξουδετερώσει τον κίνδυνο μίας τουρκικής εισβολής και πίστευε ότι με την τοποθέτηση του προβλήματος στα πλαίσια των Ηνωμένων Εθνών θα ήταν δύσκολο για την Τουρκία να επιχειρήσει ένα τέτοιο εγχείρημα».

 

Με τις σημερινές προβλέψεις το Σχεδίου Ανάν αυτό δεν αποκλείεται αλλά αποτελεί δικαίωμα της Τουρκίας ως εγγυήτριας δύναμης και καλύπτει και τις δύο συνιστώσες πολιτείες. Το οντολογικό ερώτημα που τίθεται είναι γιατί οι ελληνικές ηγεσίες που διαπραγματεύτηκαν το Κυπριακό διαβουλεύονταν όλα αυτά τα χρόνια στη βάση αυτής της πρόβλεψης που συνιστούσε απειλή κατά της Κύπρου. Πόσο αυτό εξυπηρετούσε τη θεμελιώδη παράμερο ασφαλείας που μας απασχολεί σήμερα;

 

Το πνεύμα των συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου διαπνέει και αυτό το σχέδιο κάτι που επεδίωξαν ΗΠΑ και Μ. Βρετανία. Άρα υλοποιείται ένας μακροστρατηγικός στόχος του Λονδίνου που διαχρονικά επεδίωκε τη διατήρηση των συμφωνιών από τη δεκαετία του ’60 και τις προσφυγές της Κύπρου στον ΟΗΕ.

 

Η εμπλοκή του αγγλο-αμερικανικού παράγοντα είναι εμφανής από τις κατά καιρούς επιδιώξεις των δύο όπως καταγράφηκαν από τις προτάσεις που κατατέθηκαν στο παρελθόν από τον τότε βρετανό ΥΠΕΞ κ. Ρίφκιντ. Το σχέδιο 10 σημείων που εκπόνησαν τότε (1999) οι Βρετανοί δεν διέφερε σημαντικά από το σχέδιο του Στειτ Ντιπάρτμεντ που επεξεργάζονταν Αθήνα, Λευκωσία και Άγκυρα και το οποίο κατατέθηκε στις συνομιλίες της Νέας Υόρκης.

 

Όπως επισημαίνεται «στο σχέδιο γίνεται λόγος για δύο ξεχωριστές εθνικές ομόσπονδες οντότητες που θα ενταχθούν σε ένα κράτος με ενιαία αλλά εναλλασσόμενη προεδρία». Όπως εύστοχα επισήμανε ο αρθρογράφος «η φρασεολογία των αξιωματούχων του Στέιτ Ντιπάρτμεντ είναι αποκαλυπτική της προσπάθειας τους να καλύψουν, τυπικά, το αίτημα της ελληνικής πλευράς για λύση στη βάση της ομοσπονδίας, αλλά και την τουρκική απαίτηση για αναγνώριση του τετελεσμένου, δηλαδή της διχοτόμησης». Το κατά πόσο το Σχέδιο Ανάν ικανοποιεί τις τουρκικές και τουρκοκυπριακές θέσεις είναι στην κρίση του καθενός.

 

Σε κάθε περίπτωση η αμερικανική πλευρά επιθυμούσε μία λύση που να προβλέπει τρία συντάγματα, «ένα Σύνταγμα για το ομόσπονδο κράτος και άλλα δύο Συντάγματα ξεχωριστά για την κάθε οντότητα». Οι προτάσεις της Ουάσινγκτον προέβλεπαν ότι «όσοι Τούρκοι στρατιώτες βρίσκονται σήμερα στο νησί και επιθυμούν να παραμείνουν, θα έχουν τη δυνατότητα να το κάνουν ως πολίτες της νέας οντότητας». Αυτή η πρόβλεψη παραπέμπει στις 11.000 που παραμένουν στο νησί αφού έχουν παντρευτεί με τουρκοκύπριους, -ες. Το ίδιο αμερικανικό σχέδιο προέβλεπε την «ελεύθερη και ανεμπόδιστη διακίνηση πολιτών σε όλη την έκταση του νησιού», έθετε ωστόσο περιορισμούς στο δικαίωμα της εγκατάστασης. Επιπλέον όποιος επιθυμούσε να εγκατασταθεί στην άλλη πλευρά όφειλε να γνωρίζει τη γλώσσα και να σέβεται τους νόμους του κράτους υποδοχής».

 

Είναι εμφανής από τα παραπάνω η εμπλοκή του αμερικανο-αγγλικού παράγοντα στη διαμόρφωση του Σχεδίου Ανάν. Πολλές ρυθμίσεις είχαν προταθεί στο παρελθόν από την Ουάσινγκτον με εμπνευστή τον τότε Αμερικανό διαμεσολαβητή Τόμας Μίλερ. Αυτές αφορούσαν την επιστροφή της Μόρφου και της Αμμοχώστου, την ύπαρξη τριών συνταγμάτων, την επιστροφή περίπου 70.000 προσφύγων.

 

Όπως ορθά είχε επισημάνει η αρθρογράφος του Επενδυτή κ. Χ. Πουλίδου

 

«κατά την αμερικανική σύλληψη οι συνομιλίες θα τεθούν μεν υπό την αιγίδα του Γ.Γ. του ΟΗΕ, αλλά η θεματολογία τους θα προέλθει από το περιεχόμενο διαβουλεύσεων που θα έχουν προηγηθεί (μέσα της διαδικασίας των εκ του σύνεγγυς συνομιλιών με Αμερικανό συνομιλητή) ενώ η συμμετοχή των ηγετών θα πρέπει να γίνει χωρίς όρους και προϋποθέσεις [αυτό παραπέμπει στην επιδιαιτησία]. Οι συνομιλίες θα είναι ουσιαστικές και δεν θα επιδέχονται περαιτέρω διευκρινήσεων ή άλλων διαβουλεύσεων-θα περιλάβουν με άλλα λόγια, το σύνολο του κυπριακού προβλήματος και η λήξη τους θα σημαίνει τη λύση του Κυπριακού προβλήματος ή την πλήρη αποτυχία».

 

Οι παραπάνω επισημάνσεις είναι αποκαλυπτικές όσον αφορά τους εμπνευστές του Σχεδίου Ανάν και τους στόχους που είχαν θέσει ενώ καταδεικνύουν το ποιος ευθύνεται για τη διαμόρφωση της ελληνικής στρατηγικής με βάση τις προτεραιότητες της Ουάσινγκτον.

 

Η απάντηση με τα σημερινά τουλάχιστον δεδομένα οφείλει να είναι ένα πάνδημο ΟΧΙ καθώς η αποτυχία εφαρμογής του υπό τις σημερινές προβλέψεις ενδέχεται να οδηγήσει στη απώλεια ολόκληρης της νήσου. Παρ όλα αυτά και υπό το βάρος των δραματικών εξελίξεων οφείλουμε να αναμένουμε διορθωτικές κινήσεις με βάση τους άξονες που περιγράψαμε παραπάνω ώστε να υιοθετηθεί μία λειτουργική και βιώσιμη λύση που θα εξασφαλίζει την ασφάλεια της νήσου και θα εκφράζει το αίσθημα δικαίου προασπίζοντας παράλληλα και τα συμφέροντα των τουρκοκυπρίων.

 

Στις επόμενες μέρες θα πρέπει να αναμένουμε νέες πιέσεις, δημοσιοποίηση δημοσκοπήσεων, εντατικοποίηση της προπαγάνδας από τα ΜΜΕ και κινδυνολογία μέσω μηδενιστικών προσεγγίσεων αλλά και όξυνση της αντιπαράθεσης μεταξύ υποστηρικτών του ΝΑΙ και ΟΧΙ. Το δημοψήφισμα στην Κύπρο θα πρέπει να δώσει είτε ένα ηχηρό ΟΧΙ, όπως υποστηρίζει αυτή η μελέτη, είτε ένα καθολικό ΝΑΙ. Σε διαφορετική περίπτωση η βιωσιμότητα της λύσης, ανεξαρτήτως της ορθότητας ή μη αυτής της μελέτης, αμφισβητείται και ενδέχεται να δυναμιτίσει το πολιτικό σκηνικό σε Ελλάδα και Κύπρο.

 

Αθήνα και Λευκωσία οφείλουν να εκμεταλλευθούν τις αντιρρήσεις Γαλλίας, Κίνας και Ρωσίας στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ και να ελιχθούν διπλωματικά ώστε να αποσβεστούν εν μέρει οι πιέσεις Ουάσινγκτον και Λονδίνου.

 

Οι πιέσεις και το συναίσθημα δεν θα πρέπει να επηρεάσουν την κρίση μας ως διεθνολόγοι ωστόσο οφείλουμε να επαληθεύουμε την άποψη μας με βάση πάντα τα νέα δεδομένα χωρίς φανατισμό αλλά με άξονα το διεθνές δίκαιο, τις αξίες της ΕΕ και την ανάγκη ενός ισοβαρούς συμβιβασμού που δεν επιτυγχάνεται με το παρόν Σχέδιο Ανάν. Σε κάθε περίπτωση η Κύπρος δεν μπορεί να θυσιαστεί στο βωμό της συμμετοχής της Τουρκίας στην ΕΕ.

 

 

Γιώργος Βοσκόπουλος, BA, MA, Ph.D.

 

 

 

 


Αφιέρωμα στο Σχέδιο Ανάν του ηλεκτρονικού περιοδικού Αντίβαρο

http://www.oxistosxedioanan.com

http://www.antibaro.gr