«Το κατακάθισμα της σκόνης της Λουκέρνης» σε Ελλάδα και Κύπρο

Γιώργος Μάτσος, 6.4.2004

 

Λίγες ημέρες μετά τη Λουκέρνη, η αιφνίδια αναταραχή που προκάλεσε το απροσδόκητο, όσο και ευχάριστο, «όχι» Ελλαδιτών και Ελληνοκυπρίων στη διαπραγμάτευση επί του σχεδίου στο Ελβετικό θέρετρο δείχνει να κατασιγάζει σε Ελλάδα και Κύπρο και η «άλλη πλευρά» δείχνει να αναλαμβάνει μετά τον αρχικό αιφνιδιασμό της και να εξαπολύει τη γιγαντιαία επιχείρηση «ναι».

Αίνιγμα παραμένει η στάση της ελληνικής κυβέρνησης. Ενώ οι οπαδοί του «ναι» διακηρύττουν δεξιά και αριστερά ότι η κυβέρνηση «κατά βάθος» θέλει το «ναι», αλλά δεν θέλει ακόμη να το πει «από σεβασμό» στην ελεύθερη βούληση των Ε/Κ, υπάρχουν συγκεκριμένες ενδείξεις περί του αντιθέτου.

Η ανάδειξη των ενδείξεων αυτών στη δημοσιότητα είναι απαραίτητη, διότι η στάση των Ε/Κ αναμφισβήτητα επηρεάζεται από τη στάση της κυβέρνησης της Ελλάδος. Εάν αυτοί πεισθούν ότι η ελληνική κυβέρνηση θέλει το «ναι», τούτο θα επηρεάσει σαφώς τη στάση πολλών ψηφοφόρων. Εάν, όμως, καταδειχθεί ότι η στάση της κυβερνήσεως δεν είναι υπέρ του «ναι», εάν νιώσουν, δηλαδή, ότι η Αθήνα ευνοεί κατά βάθος το «όχι», τότε αυτό σίγουρα θα κάνει τους Ε/Κ να νιώσουν μια ισχυρή δόση αυτοπεποίθησης όταν θα ψηφίζουν αυτό που τους λέει και το μυαλό τους και η καρδιά τους, δηλαδή, το «όχι».

Δύο χαρακτηριστικά σημερινά (6.4.2004) δημοσιεύματα θα αναφερθούν στον παρόν σημείωμα: Το πρώτο είναι του «Ενδοσκόπου» Κ. Αγγελόπουλου στην «Καθημερινή», ο οποίος επιμένει ότι η θέση περί του ότι δήθεν η κυβέρνηση προσανατολίζεται προς το «ναι» είναι κατασκευασμένη από τους προπαγανδιστές του «ναι». Και αυτή μεν η μαρτυρία καθεαυτή είναι επισφαλής. Την ενισχύει, όμως, ένα δεύτερο δημοσίευμα, του Ι. Πρετεντέρη στο σημερινό «Βήμα». Στη δημοσίευμά του αυτό, ο πάντα καλά ενημερωμένος αρχι-ινστρούχτορας του «εκσυγχρονισμού» εγκαλεί την κυβέρνηση, διότι, λέει, καθυστερεί πολύ να πάρει δημοσίως θέση (δηλαδή, αρνείται να πει δημοσίως το «ναι») και πρέπει, λέει, να πάρει θέση «πριν να είναι αργά» (!!!). Αργά για ποιο πράγμα; Για να επηρεαστεί η «ελεύθερη βούληση» των Ελληνοκυπρίων; Σε αυτό, προφανώς, αναφέρεται το «πρώτο βιολί» των «Σημιτοφυλάκων», χωρίς βεβαίως καθόλου να αισχύνεται.

Η πιθανότατα μεθοδευμένη αυτή κυβερνητική κωλυσιεργία παραλληλίζεται από τον δημοσιογράφο με την «αμήχανη ουδετερότητα» της Λουκέρνης, που, όμως, όπως γνωρίζουμε, καθόλου αμήχανη και καθόλου ουδέτερη δεν ήταν. Αν το τελευταίο, μάλιστα, δεδομένο, συνδυασθεί με την αίσθηση ύπαρξης σαφώς χαραγμένης «γραμμής» που δημιουργεί η παρουσία του έμπειρου Π. Μολυβιάτη στη θέση του ΥΠ.ΕΞ., δημιουργεί την εντύπωση ότι η κυβέρνηση κάθε άλλο παρά συνειδητά υποστηρίζει το «ναι». Η δική μου αίσθηση εξακολουθεί να είναι ότι η κυβέρνηση επιθυμεί κατά βάθος να διευκολύνει το «όχι», αφήνοντας όμως σκοπίμως να διαρρέεται ελεύθερα από όσους έχουν λόγο να το πράξουν, ότι η στάση της ανεπισήμως είναι «ναι».

Δεν είναι ότι επιθυμώ να υιοθετήσω το παραπάνω σενάριο από συμπάθεια για την ελληνική κυβέρνηση, αλλά επιβάλλεται να τονιστεί και αυτή η πλευρά της κυβερνητικής στάσης, προκειμένου να μην αφήνονται οι Ελληνοκύπριοι ελεύθεροι στην παραπλάνηση της αχρείας προπαγάνδας των υποστηρικτών του «ναι».

 

Το «κατακάθισμα της σκόνης» της Λουκέρνης επιτρέπει, ακόμη, τη συναγωγή ορισμένων πολύ χρήσιμων συμπερασμάτων για τη συνέχιση της προεκλογικής εκστρατείας επί του σχεδίου Ανάν.

Το βασικότερο και μάλιστα θεμελιώδες συμπέρασμα είναι ότι η «άλλη πλευρά» αποδεικνύεται αδίστακτη ως προς τις μεθοδεύσεις της και, ιδίως, αδίστακτη στη χρήση του ψεύδους. Η δυσκόλως ακόμη συγκρατούμενη οργή της πλευράς του «όχι» προς την πλευρά του «ναι» καθόλου δεν οφείλεται σε «εθνοκάπηλο πατριωτισμό». Δόξα τω Θεώ, αυτό το φαινόμενο φαίνεται να μην υφίσταται αυτή τη στιγμή. Κανένας πολιτικός δεν φαίνεται να τοποθετείται υπέρ του «όχι» μόνον και μόνον για να κερδίσει σε ψήφους και επιρροή. Οι υποστηρικτές του «όχι» φαίνεται στο σύνολό τους να τοποθετούνται έτσι, επειδή αυτό πρεσβεύουν, αυτό φρονούν για την υπόθεση της Κύπρου. Η οργή, αντιθέτως, οφείλεται κυρίως στη συνειδητή διαστρέβλωση της πραγματικότητας στην οποία προβαίνουν πολλοί υποστηρικτές του «ναι», προκειμένου να υποστηρίξουν τη θέση τους, πράγμα το οποίο γεννά βεβαίως σοβαρές αμφιβολίες ως προς τη σκοπιμότητα της θέσης υπέρ του «ναι».

Ας δούμε ενδεικτικά ορισμένα από αυτά τα ψεύδη:

Ψέμμα πρώτο: Δεν προβλέπονται, λέει η άλλη πλευρά, μόνιμες αποκλίσεις από το κοινοτικό κεκτημένο στο πέμπτο σχέδιο. Απολύτως, όσο και εμφανώς ψευδές επιχείρημα, διότι ναι μεν αίρεται η απαγόρευση απόκτησης περιουσίας στα δεκαπέντε χρόνια, αλλά ουδέποτε αίρεται πλήρως η απαγόρευση εγκατάστασης, που είναι το βασικό πρόβλημα του σχεδίου Ανάν, η βασική απόκλιση από το κοινοτικό κεκτημένο. Οι Ε/Κ θα μπορούν να έχουν μόνον δευτερεύουσα κατοικία στο Τ/Κ κράτος και να κατοικούν σε αυτή για περιορισμένο χρονικό διάστημα.

Θα πρέπει εδώ να υπενθυμιστεί ότι τμήμα του «κοινοτικού κεκτημένου» είναι και η δυνατότητα που παρέχεται στους υπηκόους άλλων κρατών μελών της Ε.Ε. να συμμετέχουν στις τοπικές εκλογές και ευρωεκλογές του κράτους της κατοικίας τους. Το σύστημα των «ετεροδημοτών» που προβλέπει το σχέδιο Ανάν αντίκειται, συνεπώς, και αυτό στο λεγόμενο «κοινοτικό κεκτημένο», αφού πολιτικά δικαιώματα πρέπει να παρέχονται υπό το φως της κοινοτικής νομοθεσίας και μάλιστα πλήρη, αφού δεν πρόκειται εδώ για διαφορετικό κράτος, όπως στην περίπτωση της Ε.Ε. αλλά για το ίδιο κράτος

Ψέμμα δεύτερο: Το «όχι» είναι μια ψήφος βασισμένη στο συναίσθημα, ενώ το «ναι» είναι μία ψήφος βασισμένη στη «λογική, την ψυχραιμία και τη νηφαλιότητα». Είναι το ίδιο γνωστό πολιτικοκοινωνικό σύμπλεγμα ανωτερότητας «φωταδιστών vs. σκοταδιστών» που βιώσαμε στον πόλεμο των ταυτοτήτων. Η άλλη άποψη είναι εξ ορισμού υποδεέστερη, εξ ορισμού μειονεκτεί, συκοφαντούμενη ως αποτέλεσμα ψυχολογικών και όχι νοητικών διεργασιών.

Οι οπαδοί του «ναι», παραβλέπουν, όμως, με το στρεβλωτικό, συκοφαντικό και απαξιωτικό τους αυτό επιχείρημα όλο τον τεκμηριωμένο αντίλογο που εδώ και πάνω από ένα χρονο επιμόνως προβάλλεται κατά του σχεδίου Ανάν. Παραβλέπουν, επίσης, ακόμη χειρότερα, ότι οι πλείστες υποχωρήσεις που απαιτεί το σχέδιο Ανάν προσβάλλουν όχι τόσο το συναισθηματικό κόσμο των Ελληνοκυπρίων, όσο την αξιοπρέπειά τους. Η επιβράβευση του θύτη και η επιβολή στο θύμα να καταβάλει το αντίτιμο του εγκλήματος δεν είναι πράξεις που προσβάλουν το συναισθηματικό κόσμο, είναι πράξεις που προσβάλουν κυρίως την αξιοπρέπεια του συλλογικού σώματος.

Περί του αν το «ναι» στηρίζεται στη λογική και του αν το «όχι» στηρίζεται στο συναίσθημα, ας παραπέμψουμε στην εξαίρετη ανάλυση του Γ. Δελαστίκ στην «Καθημερινή» της 5ης Απριλίου 2004, σύνδεσμος για την οποία υπάρχει σε εμφανή θέση στην κεντρική σελίδα της ιστοσελίδας «Όχι στο σχέδιο Ανάν».

Ψέμμα τρίτο: Το σχέδιο Ανάν αποτελεί «ιστορική ευκαιρία», την τελευταία σε μια σειρά «χαμένων ευκαιριών» για την επίλυση του Κυπριακού, κάθε μία από τις οποίες είναι χειρότερη από την προηγούμενή της. Δεν αποτελεί, όμως, ιστορική ευκαιρία το να ικανοποιήσεις με την υπογραφή σου σχεδόν όλα τα αιτήματα της άλλης πλευράς. Ιστορική ευκαιρία είναι, αντιθέτως, να έχεις την ευκαιρία να ικανοποιήσεις τα περισσότερα από τα δικά σου αιτήματα. Από αυτήν την άποψη, απαιτείται μια συγκροτημένη στρατηγική για να ξέρει ο καθένας τι ζητάμε. Και το πρώτο που ζητάμε είναι να φύγει ο στρατός κατοχής, η πηγή του προβλήματος. Όταν, αντί να επιδιωχθεί αυτό, αντιθέτως, νομιμοποιείται η παρουσία Τουρκικού στρατού στο Τ/Κ κρατίδιο εις το διηνεκές (οι αριθμοί δεν έχουν σημασία - βλ. και σχετικό άρθρο μας στην ιστοσελίδα «Όχι στο σχέδιο Ανάν») και, παράλληλα, από τις συνθήκες Ζυρίχης-Λονδίνου διατηρούνται μόνον τα κομμάτια εκείνα που... προκάλεσαν το σημερινό Κυπριακό πρόβλημα (!), τότε, πώς μπορεί να ονομαστεί ένα τέτοιο σχέδιο λύσης «ιστορική ευκαιρία»;

Ψέμμα τέταρτο: Το σχέδιο Ανάν είναι μια προοπτική για τη συμβίωση των δύο κοινοτήτων. Ακριβώς αυτό, όμως, προσπαθεί να αποτρέψει το σχέδιο Ανάν. Επιδιώκει να συμβιώσουν οι δύο κοινότητες όσο γίνεται λιγότερο, αλλά να επωφελείται κιόλας οικονομικά η μικρότερη και φτωχότερη από τη μεγαλύτερη και πλουσιότερη. Αυτό δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αποκληθεί έντιμος συνεταιρισμός.

Ψέμμα πέμπτο: Σε περίπτωση που τα πράγματα δεν πάνε καλά, πολιτισμένοι άνθρωποι είμαστε, υπάρχει πάντοτε η δυνατότητα να «χωρίσουμε ειρηνικά» και να διασπασθεί η «Ενωμένη Κυπριακή Δημοκρατία» σε δύο ανεξάρτητα κράτη, ένα Ε/Κ και ένα Τ/Κ. Σύμφωνα, όμως, με τη συνθήκη εγγυήσεων του 1960, που, όπως προαναφέραμε, εξακολουθεί να ισχύει, απαγορεύεται απολύτως και η συζήτηση ακόμη για διάλυση του κράτους, με το σχετικό μάλιστα δικαίωμα για μονομερή επέμβαση των εγγυητριών δυνάμεων. Το ψευδές αυτό επιχείρημα που προβλήθηκε ιδιαίτερα από τον κ. Κ. Μητσοτάκη, ανασκευάζει εύστοχα ο Σταύρος Λυγερός της Καθημερινής σε σημερινό (6.4.2004) άρθρο του που δημοσιεύεται επίσης στην ιστοσελίδα «Όχι στο σχέδιο Ανάν».

Ψέμμα έκτο: Το πέμπτο σχέδιο είναι αποτέλεσμα διαπραγμάτευσης και «συμβιβασμού». Το ψέμμα αυτό είναι το πιο προφανές από όλα. Οι πάντες γνωρίζουν ότι το σχέδιο Ανάν παρουσιάστηκε από τον κ. Ανάν, αφού πρώτα εκπονήθηκε από τον σερ Ντέηβιντ Χάνι. Υπέστη ορισμένες επί μέρους τροποποιήσεις στη δεύτερη, τρίτη, τέταρτη και πέμπτη εκδοχή του (οι δύο τελευταίες παρουσιάστηκαν στη Λουκέρνη), χωρίς όμως να αλλάξει τη βασική του φιλοσοφία. Και η τέταρτη και η πέμπτη εκδοχή απορρίφθηκαν στη Λουκέρνη από την ελληνική πλευρά. Πώς λοιπόν έχουμε αποτέλεσμα «διαπραγμάτευσης» και «συμβιβασμού» όταν το σχέδιο αυτό επιβάλλεται έξωθεν;

 

Παρατηρεί κανείς με έκπληξη και αποστροφή να επαναλαμβάνεται μονότονα στα κανάλια και στις περισσότερες ήδη ελλαδικές εφημερίδες μια ξύλινη, ανιαρή ρητορική υπέρ του «ναι», η οποία με εμφανή δυσαρέσκεια ακούει την ύπαρξη τεκμηριωμένου αντιλόγου και εμφανώς προσπαθεί να τον αγνοήσει. Και διερωτάται κανείς: Αυτοί οι άνθρωποι που με τόσο ξύλινα επιχειρήματα υποστηρίζουν το «ναι», τσαλαπατώντας την αξιοπρέπεια ενός ολόκληρου λαού, δεν επιθυμούν τη συζήτηση; Γιατί ο Ι. Πρετεντέρης που αναφέραμε στην αρχή να θεωρεί ότι μια παρέμβαση της ελληνικής κυβέρνησης θα πρέπει οπωσδήποτε να είναι υπέρ του «ναι»; Αφού όλοι αναγνωρίζουν ότι το σχέδιο έχει «και πολλά αρνητικά», τι τους πειράζει ένα «όχι»; Δεν θα έπρεπε να το αντιμετωπίζουν τουλάχιστον με κατανόηση, αφού παραδέχονται την ύπαρξη «πολλών αρνητικών»;

Το αντίθετο φαίνεται να συμβαίνει, όμως. Η άλλη πλευρά, αντιμετωπίζοντας με προφανή απαρέσκεια το κλίμα του «όχι» που έχει δημιουργηθεί στην Κύπρο, αλλά και στην Ελλάδα, εργάζεται υπογείως και με κάθε μέσο για την επικράτηση του «ναι». Και το συγκλονιστικό στην προσπάθειά της αυτή είναι ότι καθόλου δεν φαίνεται να επιθυμεί να συζητήσει ειλικρινώς σε σχέση με τα πλεονεκτήματα του «ναι» ή του «όχι». Θέλει πάση θυσία ένα «ναι». Ένα οποιοδήποτε «ναι». Οι οπαδοί του «ναι» πήγαιναν στη Λουκέρνη αποφασισμένοι να «διαπραγματευτούν σκληρά» ένα «ναι», που ούτως ή άλλως θα έλεγαν! Πώς, όμως, προεξοφλούσαν ότι θα ήταν άξιο ενός «ναι» το τελικό σχέδιο που θα παρουσίαζε ο Γ.Γ.;

Το συμπέρασμα είναι ότι οι οπαδοί του «ναι» δεν ενδιαφέρονται εν τέλει και τόσο για την ουσία του πράγματος, γιατί, σε αντίθετη περίπτωση, δεν θα επέμειναν με αυτόν τον ξύλινο και αδιέξοδο τρόπο στο να δούμε «τα θετικά». Δεν είναι δύσκολο ούτε να δεις, ούτε να ανακαλύψεις θετικά. Το δύσκολο είναι να τα αξιολογήσεις σε σχέση με τα αρνητικά. Και το χειρότερο όλων είναι ότι βλέπει κανείς μορφωμένους και αξιόλογους κατά τα λοιπά ανθρώπους να υποστηρίζουν αναίσχυντα ψέμματα, όπως αυτά που περιγράφονται παραπάνω.

Οι τρομακτικές πιέσεις που ασκούνται στους Ελληνοκύπριους για να ψηφίσουν «ναι», οι οποίες δυστυχώς χρησιμοποιούν ως μοχλό ένα σημαντικό κομμάτι της πολιτικοκοινωνικής ελίτ και των δύο κρατών, αν και επιβάλλεται να τύχουν της δέουσας «ψύχραιμης και νηφάλιας» απάντησης, δημιουργούν ένα πρόσθετο δεδομένο που πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψιν: ο κίνδυνος ενός διχασμού είναι ορατός. Για την ώρα φαίνεται απομακρυσμένος, αλλά πάντως είναι υπαρκτός.

Με τα δεδομένα αυτά και με την ελπίδα να μπορέσει να εκφρασθεί ένα σαφές «όχι» στο δημοψήφισμα της 24ης Απριλίου, το σημαντικό στην πράξη δεν θα είναι τόσο να μπορέσουμε να πούμε το «όχι», αλλά μπορέσουμε να το διαχειρισθούμε σωστά. Οι προσπάθειες της πολιτικής ηγεσίας Ελλάδας και Κύπρου πρέπει να κατευθυνθούν κυρίως προς αυτήν την κατεύθυνση. Οι οπαδοί του «ναι», όσο και αν είναι πεπεισμένοι για την ορθότητα της επιλογής τους, θα πρέπει από τώρα να το πάρουν απόφαση ότι θα υποταχθούν στη θέληση της πλειοψηφίας και να κοιτάξουν να προετοιμάσουν το έδαφος για την επόμενη ημέρα, χωρίς να εκλάβουν την «ήττα» τους εγωιστικά, προσπαθώντας να αποδείξουν «πόσο δίκιο είχαν» που επέμεναν στο «ναι». Οι οπαδοί του «όχι», θα πρέπει να αντιληφθούν από την πλευρά τους ότι θα έχει κερδηθεί, πρώτα ο Θεός, μια μάχη χαρακωμάτων μόνον και σε καμία περίπτωση ο πόλεμος. Δεν θα πρέπει να δουν τη διεθνή κοινότητα με εκδικητικότητα, σαν εχθρό, αλλά θα πρέπει να κοιτάξουν να ξανακερδίσουν το έδαφος που αφρόνως χάθηκε την περίοδο 1999-2004, από την έναρξη εφαρμογής της «αναθεωρημένης πολιτικής» έναντι της Τουρκίας και εντεύθεν.

Οι προβλέψεις για τη στάση που θα κρατήσει η ελληνική κυβέρνηση ίσως να είναι περιττές ενόψει του ότι πολύ σύντομα θα μάθουμε τη στάση της, Πάντως, ενδιαφέρον θα είναι να δούμε με ποιον τρόπο θα διαχειρισθεί ο πρωθυπουργός μια ενδεχόμενη μεταβολή του «όχι» που αρχικώς είπε στη Λουκέρνη. Πώς θα είναι δυνατόν να προτείνει στον Ελληνοκύπριο να αποδεχθεί ένα σχέδιο, που ο ίδιος ως διαπραγματευτής δεν αποδέχθηκε; Η απορία αυτή δεν θα αργήσει να απαντηθεί. Ήδη πάντως στα θετικά της στάσης της είναι ότι θα αφήσει, από ό,τι φαίνεται, τον Πρόεδρο Παπαδόπουλο να εκφρασθεί πρώτος υπέρ του «όχι». Ο τελευταίος, εκ της θέσεώς του έχει δικαίωμα και υποχρέωση προς τούτο, να εκφρασθεί δηλαδή πρώτος χρονικά.

Το βέβαιο είναι ότι, ενόψει του πιθανότατου «όχι», οι πάντες θα πρέπει να κοιτάξουν να προετοιμασθούν για την επόμενη ημέρα που δεν θα είναι καθόλου εύκολη. Το worst scenario να αναγνωρισθεί η ανεξαρτησία του ψευδοκράτους είναι μια ψυχολογική αποδοχή που διαπράττει αυτή τη στιγμή η πλευρά του «όχι», με την έννοια, ότι ακόμη και αυτό που είναι η χειρότερη δυνατή εκδοχή, συνειδητά επιλέγεται ως καλύτερη κατάσταση από αυτή που προτείνει το σχέδιο Ανάν. Η ψυχολογική αυτή επιλογή, όμως, δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να την αποδεχθούμε μοιρολατρικά, όπως θέλουν σχεδόν να μας το επιβάλουν ως αντίληψη οι οπαδοί του «ναι». Το «όχι» θα είναι συνδυασμένο με νέες ευκαιρίες, αλλά και σημαντικούς κινδύνους. Η αξιοποίηση των ευκαιριών και η αποφυγή των κινδύνων της επόμενης μέρας είναι η πρόκληση για την οποία από τώρα θα πρέπει να προετοιμασθεί η ελληνική πλευρά, με σύνεση και ενότητα.

 

 


Αφιέρωμα στο Σχέδιο Ανάν του ηλεκτρονικού περιοδικού Αντίβαρο

http://www.oxistosxedioanan.com

http://www.antibaro.gr