Τι σημαίνει το «ο στρατός μας θα μείνει στην Κύπρο για πάντα» του Αμπντουλάχ Γκιούλ
Γιώργος Μάτσος
5.4.2004
«Ο στρατός μας θα μείνει στην Κύπρο για πάντα» δήλωσε με δικαιολογημένη υπερηφάνεια ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Αμπντουλάχ Γκιούλ, σχολιάζοντας τη μεγάλη αυτή επιτυχία της Τουρκικής διπλωματίας στη Λουκέρνη. «Μα όχι», σπεύδουν να διευκρινίσουν οι δικοί μας μαϊντανοί, «θα μείνει τελικά Τουρκικός στρατός, μαζί με ελληνικό, στα επίπεδα των συμφωνιών της Ζυρίχης, δεν είναι όπως τα λέει ο Γκιούλ».
Ε, λοιπόν, κάνουν λάθος οι δικοί μας. Τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά σε σχέση με τις συμφωνίες της Ζυρίχης. Και καλά θα κάνουν να το δουν (και) αυτό οι Ελληνοκύπριοι, προκειμένου να το λάβουν υπόψη τους στο δημοψήφισμα της 24ης Απριλίου 2004.
Πρώτον: Οι συμφωνίες της Ζυρίχης προέβλεπαν την εγκατάσταση ΤΟΥΡΔΥΚ και ΕΛΔΥΚ ως τμήμα των συνθηκών εγγυήσεων, ως δυνάμεις ασφαλείας που θα επέβλεπαν την τήρηση των συνθηκών ανεξαρτησίας της Κυπριακής Δημοκρατίας. Οι δυνάμεις αυτές είχαν πεδίο ευθύνης ολόκληρο το νησί - πλην βεβαίως των βρετανικών βάσεων, ευρισκομένων υπό την κυριαρχία της Μεγάλης Βρετανίας.
Αντιθέτως, σήμερα οι ΤΟΥΡΔΥΚ και ΕΛΔΥΚ, ενώ μεν παραμένουν τμήμα των συνθηκών εγγυήσεων και διατηρούν ολόκληρο το νησί υπό το πεδίο ευθύνης τους, αλλάζουν ριζικά χαρακτήρα από το γεγονός ότι γίνονται δυνάμεις που θα σταθμεύουν μόνον εντός των δύο «συστατικών κρατιδίων». Με άλλα λόγια, οι δυνάμεις αυτές θα είναι δυνάμεις Ελλάδος και Τουρκίας που θα «προστατεύουν» οιονεί το ένα συστατικό κρατίδιο έναντι του άλλου, ασχέτως αν τυπικώς θα θεωρούνται δυνάμεις «εγγυήσεως» των συνθηκών.
Για να γίνει καλύτερα αντιληπτή η θεμελιώδης αυτή διαφορά του χαρακτήρα της παρουσίας στρατιωτικών δυνάμεων, θα πρέπει οι στρατιωτικές δυνάμεις να ιδωθούν ως «ο στρατός» του ενός ή του άλλου «συστατικού κρατιδίου», ο οποίος δεν θα είναι μάλιστα καν «δικός του» στρατός, αλλά στρατός, αντίστοιχα, της κάθε «μητέρας πατρίδας». Ώστε να μην υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία για το ποιος θα κάνει στην ουσία κουμάντο στο Τ/Κ κρατίδιο.
Δεύτερον: Ενώ οι υποστηρικτές του «ναι» στο δημοψήφισμα ομιλούν για στρατό «μόνον 6.000» ανδρών, που θα γίνει τελικά «3.000» άνδρες και, τελικά «650» άνδρες, λησμονούν ότι την 26η Απριλίου, αν, ο μη γένοιτο, ψηφισθεί το «ναι» και από τις δύο κοινότητες, η παρουσία 40.000 ανδρών σιδερόφρακτου τουρκικού στρατού στην Κύπρο θα καταστεί αυτομάτως πλήρως νόμιμη, του αριθμού μειούμενου για μεταβατική περίοδο τριών και μισού ετών, οπότε και θα πρέπει να έχει φθάσει τις 6.000 άνδρες. Δηλαδή, για την κρίσιμη αρχική περίοδο των πρώτων μηνών εφαρμογής του σχεδίου Ανάν, η Τουρκία θα κρατά ολόκληρο το στρατό της στην Κύπρο, εντελώς νόμιμα, πλέον. Ο στρατός αυτός θα σταματήσει αυτομάτως να είναι «κατοχικός στρατός».
Τρίτον: Όπως έχει κατ’ επανάληψη τονισθεί από όλους τους αναλυτές, η Τουρκία είναι η μόνη χώρα που έχει πρακτικά το δικαίωμα να κάνει χρήση του δικαιώματος επέμβασης, λόγω της τοπικής γειτνίασης με το νησί. Συνεπώς, ακόμη και αυτές οι 6.000 ή οι 3.000 στρατού ή ακόμη και οι 650 άνδρες, μπορούν να έχουν κάλλιστα το χαρακτήρα προγεφυρώματος για την άμεση αποστολή στο νησί ισχυρότατων αριθμητικά και ποιοτικά στρατιωτικών δυνάμεων. Αντιλαμβάνεται κανείς με πόση μεγαλύτερη ευκολία μπορεί κανείς να αποβιβάσει επιπλέον στρατό όταν ήδη υπάρχουν δυνάμεις πάνω στο νησί ικανές να διευκολύνουν, ακόμη και να διασφαλίσουν, μια τέτοια απόβαση.
Τέταρτον: Σε περίπτωση που η Τουρκία θελήσει να στείλει επιπλέον στρατιωτικές δυνάμεις στο νησί, ο χαρακτήρας μιας τέτοιας απόβασης του Τουρκικού στρατού καθόλου δεν θα έχει πλέον το χαρακτήρα «εισβολής και κατοχής» όπως το 1974. Αντιθέτως, η Τουρκία θα δηλώσει απλώς ότι «ενισχύει το στρατό της», ο οποίος νομίμως βρίσκεται στην αντίπερα όχθη στο Τ/Κ κράτος «της». Και ναι μεν θα πει παραβιάζεται η οροφή του ανώτατου αριθμού στρατιωτών που μπορεί να έχει, τούτο όμως θα μπορεί εύκολα να το δικαιολογήσει από το δικαίωμα μονομερούς επέμβασης που εξακολουθεί να της παρέχεται με βάση τις ατόφιες συνθήκες εγγυήσεως του 1960 - το μοναδικό τμήμα των συνθηκών εκείνων που διατηρείται.
(Δεν είναι εκπληκτικό το ότι διατηρείται μόνον εκείνο το τμήμα των συνθηκών που αποδείχθηκε το πιο προβληματικό, που προκάλεσε αυτό που για τη διεθνή κοινότητα εδώ και τριάντα χρόνια είναι «το Κυπριακό»;)
Ο καθένας αντιλαμβάνεται ότι σε περίπτωση εκ νέου απόβασης των Τουρκικών δυνάμεων στην Κύπρο υπό το κράτος του Σχεδίου Ανάν, καμία σειρήνα δεν θα ηχήσει και κανένας πυροβολισμός δεν θα πέσει, αφού αυτές θα αποβιβαστούν σε φιλικό προς αυτές έδαφος.
Στην πραγματικότητα η Τουρκία θα μπορεί να έχει στην Κύπρο ανά πάσα στιγμή όσο στρατό θέλει με μικρό πολιτικό κόστος, το οποίο θα μειώνουν ακόμη περισσότερο οι συνθήκες κρίσεις, υπό τις οποίες προφανώς θα αποστέλλεται ο στρατός.
Πέμπτον: Δεδομένου του μειωμένου, για την ακρίβεια, του ανύπαρκτου ελέγχου που θα μπορεί να ασκεί η κεντρική κυβέρνηση στο κάθε «συνιστόν κράτος», γίνεται αντιληπτό ότι σχετικά εύκολα και πολιτικώς ανώδυνα θα μπορεί να παραβιαστεί ο ανώτατος αριθμός στρατιωτών που θα σταθμεύουν στο νησί, χωρίς να είναι πάντοτε εφικτή ούτε και αυτή η διαπίστωση της παραβίασης.
Έκτον: Με δεδομένη τη μείωση της στρατιωτικής θητείας στην Ελλάδα και την ακόμη δραστικότερη μείωση που προωθεί η νέα κυβέρνηση και με δεδομένη την τραγική κατάσταση που ήδη επικρατεί στην Ελλάδα ως προς την επάνδρωση μονάδων, αλλά και τις αυξανόμενες υποχρεώσεις της χώρας σε ειρηνευτικές αποστολές κλπ., είναι προφανές για τον κάθε γνώστη των στρατιωτικών πραγμάτων ότι 6000 ανδρών για τον ελληνικό στρατό θα είναι πολύ δύσκολο να εξευρεθούν, ενώ, αντιθέτως, θα είναι πολύ εύκολο για την Τουρκία. 6000 άνδρες για την Ελλάδα, εάν τελικώς σταθμεύσουν τόσοι, θα σημάνει επίσης σημαντική μείωση των διαθεσίμων δυνάμεων για την άμυνα της ίδιας της Ελλάδας.
Συμπέρασμα: Η παραχώρηση τέτοιων εξαιρετικών νομικών δικαιωμάτων στον εν τοις πράγμασι κατά πολύ ισχυρότερο στρατιωτικά αντίπαλο, και μάλιστα κατά προφανή καταστρατήγηση των αρχών του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών και των αρχών της κυριαρχίας και της ισοτιμίας των κρατών, δεν μπορεί παρά να οδηγήσει σε πολύ απαισιόδοξες σκέψεις όσον αφορά τη σκοπιμότητα τέτοιων ρυθμίσεων. Υπό κανονικές συνθήκες και με δεδομένο ότι οι Ε/Κ έχουν ανάγκη προστασίας από την ισχυρότερή τους στρατιωτικά Τουρκία, η οποία μάλιστα έκανε το 1974 προφανή κατάχρηση των δικαιωμάτων που της παρείχαν οι συνθήκες εγγυήσεων, προβαίνοντας όχι μόνον σε εισβολή και κατοχή, αλλά και σε εθνοκάθαρση, θα έπρεπε να είναι η Ε/Κ πλευρά αυτή η οποία να λαμβάνει διασφαλίσεις στρατιωτικής φύσεως έναντι της Τ/Κ. Ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει, λες και επί 30 χρόνια οι Τ/Κ ήταν στη θέση του αμυνομένου και όχι του επιτιθεμένου. Η αποδοχή αυτής της προφανώς διαστρεβλωμένης πραγματικότητας από το σχέδιο Ανάν, δημιουργεί έντονους προβληματισμούς ως προς τη σκοπιμότητα των συντακτών του σχεδίου, η οποία δεν φαίνεται να ήταν καθόλου αγαθή.
Φαίνεται, συνεπώς, να δικαιώνεται πλήρως η ρήση του Αμπντουλάχ Γκιούλ «ο στρατός μας θα μείνει στην Κύπρο για πάντα». Ως προς τις προβλέψεις του σχεδίου Ανάν, τουλάχιστον. Για να μην δικαιωθεί η ρήση του και στην πράξη, για να διαψευσθεί ο Υπουργός Εξωτερικών του μόνιμου τραμπούκου της περιοχής μας, η μόνη λύση είναι ένα θαρραλέο, όσο και εκκωφαντικό «όχι» των Ελληνοκυπρίων στο δημοψήφισμα της 24ης Απριλίου 2004.
Αφιέρωμα στο Σχέδιο Ανάν του ηλεκτρονικού περιοδικού Αντίβαρο