Η ουσία του σχεδίου Ανάν
Γιώργος Μάτσος
5.4.2004
Σημαντικό ποσοστό των Ελληνοκυπρίων και των Ελλαδιτών Ελλήνων δηλώνει, σύμφωνα με πρόσφατη δημοσκόπηση, ότι εξακολουθεί να μην γνωρίζει βασικά σημεία του σχεδίου Ανάν.
Το σχέδιο Ανάν αποτελείται από σειρά πολύπλοκων νομικών κειμένων, τα οποία μάλιστα, όπως κάθε νομικό κείμενο, επιδέχονται περισσότερες από μία αναγνώσεις. Συνεπώς, είναι πολύ δύσκολο να μπορέσει να πει, ακόμη και ο ενεργός και μορφωμένος πολίτης ότι «γνωρίζει το σχέδιο Ανάν», ανάλογα βεβαίως και με τις προσωπικές απαιτήσεις πληρότητας της γνώσης του καθενός.
Προς τι, όμως, τότε τόση απόρριψη για ένα σχέδιο που δεν είναι καλά καλά γνωστό; Ο Πρόεδρος του ΔΗ.ΣΥ., Ν. Αναστασιάδης έσπευσε να δηλώσει την επομένη της Λουκέρνης ότι, αν οι Ε/Κ γνώριζαν το σχέδιο Ανάν, δεν θα ήταν τόσο αρνητικοί απέναντί του. Είναι δυνατόν τα πράγματα να είναι έτσι;
Θεωρητικώς τα πάντα είναι δυνατά. Αν πιάσει κανείς να μελετήσει «τα χαρτιά» του σχεδίου Ανάν, θα διαπιστώσει ότι έχει ληφθεί πρόνοια για να γίνουν σεβαστές θεμελιώδεις θέσεις και των δύο πλευρών, ότι γίνονται παραχωρήσεις και προς τις δύο κατευθύνσεις και, εν γένει, όσα μας λένε οι υποστηρικτές του σχεδίου, δεν φαίνονται και τόσο εσφαλμένα. Από την άλλη, οι ρυθμίσεις του «κοινοτικού κεκτημένου» φαίνεται ότι πράγματι συναντούν εξαιρέσεις περισσότερο ή λιγότερο σημαντικές σε άλλα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συνεπώς, λένε οι υποστηρικτές του σχεδίου, δεν δικαιούμεθα εμείς να ζητούμε απαρέγκλιτη τήρηση του «κοινοτικού κεκτημένου, αφήστε που η «ζημιά» από τις παρεκκλίσεις δεν είναι τελικά και τόσο μεγάλη.
Η θέση αυτή, όμως, παραβλέπει την ουσία του σχεδίου Ανάν, η οποία είναι αυτή που δημιουργεί τα τόσο έντονα αντανακλαστικά κατά του σχεδίου από την Ε/Κ πλευρά και την ενθουσιώδη αποδοχή από την Τ/Κ πλευρά. Η ουσία αυτή, που κάθε άλλο παρά έλειπε από τις τρεις πρώτες μορφές του σχεδίου, ενδυναμώθηκε απλώς, πάντως όχι καθοριστικά όπως επιμένουν ορισμένοι, στην τέταρτη μορφή του σχεδίου.
Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι οι μόνιμες αποκλίσεις από το κοινοτικό κεκτημένο δεν αίρονται ούτε μετά τα 15 χρόνια που ορίζει η πέμπτη μορφή του σχεδίου, καθώς η βασική απόκλιση, η απόκλιση από την ελευθερία εγκατάστασης, ουδέποτε θα αρθεί, καθώς ακόμη και μετά την ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε. ή την πάροδο 19 ετών από την έναρξη εφαρμογής της συμφωνίας θα μπορεί να εγκαθίσταται στο Τ/Κ κρατίδιο ποσοστό Ε/Κ που δεν θα υπερβαίνει το 33% του πληθυσμού των Τ/Κ. Για ποια «μη μόνιμη απόκλιση» γίνεται λόγος, συνεπώς;
Σε τι συνίσταται, εν τέλει, η ουσία του σχεδίου Ανάν, για την οποία γίνεται λόγος εδώ και κεντρικό σημείο της οποίας αποτελούν οι ευφήμως ονομαζόμενες «αποκλίσεις από το κοινοτικό κεκτημένο»; Η ουσία του συνίσταται ακριβώς στο γεγονός ότι θεσπίζονται, σε συσκευασία ενός διεθνώς αναγνωρισμένου κράτους, δύο κράτη, ένα Ε/Κ και ένα Τ/Κ κρατίδιο, όπου στο μεν Τ/Κ λίγοι μόνον από τους εκδιωχθέντες Ε/Κ θα μπορούν να επιστρέψουν, ενώ στο δε Ε/Κ κρατίδιο, λόγω των πληθυσμιακών αναλογιών, όλοι οι Τ/Κ πρόσφυγές θα μπορούν να επιστρέψουν. Σαν να μην έφτανε αυτό, οι Ε/Κ αναλαμβάνουν να πληρώσουν και το κόστος της «λύσης» (δηλαδή: το κόστος των συνεπειών του Αττίλα) με τη μορφή της «ενιαίας οικονομίας» που θα έχει το νέο κράτος.
Έτσι, στην πραγματικότητα, η αποδοχή της βασικής Ε/Κ θέσης ότι θα πρέπει να υπάρχει μία κυριαρχία και μία διεθνής προσωπικότητα, θέση αυτονόητη βεβαίως σε οποιαδήποτε «λύση», αποτελεί στην πραγματικότητα το όχημα μέσα από το οποίο επέρχεται η πλήρης σχεδόν νομιμοποίηση της διχοτόμησης, την οποία υλοποιούν οι περιορισμοί στην επιστροφή των προσφύγων, στην εγκατάσταση και απόκτηση περιουσίας.
Για να καταλάβει κανείς τι σημαίνει στην πράξη η φράση «όχημα για τη νομιμοποίηση της διχοτόμησης», ας αναλογιστεί το εξής παράδειγμα από την πράξη. Τουρκοκύπρια φοιτήτρια στις Η.Π.Α. πηγαίνει βόλτα στον Καναδά. Στα σύνορα της ζητούν το διαβατήριο και αυτή επιδεικνύει το διαβατήριο της ΤΔΒΚ. Ο Καναδός συνοριακός υπάλληλος της λέει ευγενικά ότι θέλει έγκυρο διαβατήριο, καθώς το διαβατήριο που του επέδειξε είναι από χώρα που «δεν υπάρχει». Από 26 Απριλίου 2004, εάν, ο μη γένοιτο, επικρατήσει το «ναι», η παραπάνω Τ/Κ θα μπορεί να ταξιδέψει πλέον όπου θέλει, καθώς αναγνωρίζονται (αναδρομικά!) όλες οι πράξεις της «ΤΔΒΚ».
Οι Τ/Κ θα επωφεληθούν τόσο πολύ από την αυτόματη σε σημείο σκανδαλώδες επανένταξή τους στη διεθνή νομιμότητα που θα τους προσφέρει η μετεξέλιξης της Κυπριακής Δημοκρατίας, που η αναγνώριση «ενός κράτους και μίας κυριαρχίας» να απολήγει εν τέλει μόνον υπέρ τους. Το ότι θα ήταν ουτοπία να αναγνωριστεί η «ΤΔΒΚ» από μόνη της ως κράτος μέχρι και ο Ντενκτάς το ήξερε, που μιλούσε ανέκαθεν για «χαλαρή συνομοσπονδία κυρίαρχων κρατών». Το αντιλαμβάνεται ο καθένας όταν βλέπει τις δυσκολίες που έχει η Αμερική να προωθήσει την ανεξαρτησία του Κοσόβου, μιας περιοχής που κατέκτησε με το στρατό της, που έχει όλο και περισσότερο αμιγή εθνικό χαρακτήρα και στο οποίο δεν έχει ιδιαίτερο αντίλογο περί αυτού στη διεθνή σκηνή. Θα ήταν ποτέ δυνατόν, υπό αυτές τις συνθήκες, να υποστηριχθεί σοβαρά ότι υπάρχει πιθανότητα να αναγνωρισθεί η ανεξαρτησία του ψευδοκράτους;
Γίνεται καταφανές, η προτεινόμενη «λύση» ακόμη και στα σημεία που αποδέχεται Ε/Κ θέσεις το κάνει με τρόπο που εξυπηρετεί την Τ/Κ πλευρά. Οι Τούρκοι έχουν ένα κρατίδιο στο οποίο αυτοί θα είναι νομικώς υποχρεωμένοι να δεχθούν ελάχιστους πρόσφυγες πίσω και πρακτικώς υποχρεωμένοι να μην δεχθούν κανέναν, διότι η παρουσία του Τουρκικού στρατού και η αδυναμία της κεντρικής κυβέρνησης να παρέμβει θα διασφαλίζει ότι καμία κρατική αρχή δεν θα επιβάλει τα όσα ούτως ή άλλως λίγα προβλέπει υπέρ των προσφύγων το σχέδιο Ανάν. Οι Τούρκοι θα έχουν από τις 26 Απριλίου με πλήρη νομιμότητα ένα «δικό τους» κρατίδιο και «μισή δική τους» την «Ενωμένη Κυπριακή Δημοκρατία». Όλα αυτά πάνω στις στάχτες της «Κυπριακής Δημοκρατίας».
Με την εύσχημη φράση «κοινοτικό κεκτημένο», αυτό που ήθελε η ελληνική πλευρά να τονίσει ήταν ότι οι απαγορεύσεις εγκατάστασης και απόκτησης περιουσίας δεν μπορούσαν να γίνουν αποδεκτά από την ίδια. Όσο και αν θέλουν να ομιλούν οι υποστηρικτές της «λύσης» περί εξαιρέσεων από το κοινοτικό κεκτημένο και στις λοιπές χώρες της Ε.Ε., λησμονούν ότι τέτοιου είδους εξαιρέσεις αφορούν κατά βάση τους υπηκόους των άλλων κρατών μελών της Ε.Ε. και όχι τους υπηκόους του ίδιου κράτους, εντός του κράτους. Ενιαίο κράτος στο οποίο δεν θα επιτρέπεται η κυκλοφορία στην πλειοψηφία των πολιτών του στο 28,5% του εδάφους του είναι πρωτοφανές και αδιανόητο! Το σχέδιο Ανάν φτιάχτηκε όμως ακριβώς για το σκοπό αυτόν και ακριβώς ενόψει της Κυπριακής ένταξης.
Το πρόβλημα για την ελληνική πλευρά δεν ήταν αν μπορούσαν νομικώς να προβλεφθούν αποκλίσεις από το «κοινοτικό κεκτημένο». Το πρόβλημα ήταν ότι δεν ήθελε και δεν έχει κανένα λόγο να θέλει τέτοιες αποκλίσεις. Το θέμα είναι να μπορεί να γυρίσει ο πρόσφυγας πίσω, έστω και αν πρέπει να ξανααγοράσει το σπίτι του, έστω και αν πρέπει να αγοράσει τελείως καινούργιο σπίτι. Αν απαγορεύεται, όχι μόνο να ξαναπάρει το παλιό του σπίτι, αλλά ακόμη και να αγοράσει έστω και καινούργιο σπίτι στο χωριό του και στην πόλη του, δεν υπάρχει λύση του Κυπριακού, υπάρχει η διαιώνιση της διχοτόμησης, η πλήρης νομιμοποίηση του Αττίλα. Αυτή είναι η ουσία του σχεδίου Ανάν και αυτός είναι ο λόγος που απορρίπτεται με τόση ένταση από την ελληνική πλευρά.
Η ελληνική πλευρά με την αποδοχή «διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας» το 1977 αποδέχθηκε να νομιμοποιήσει μερικώς τον Αττίλα. Με την αποδοχή του σχεδίου Ανάν θα τον νομιμοποιήσει πλήρως. Θα οριστικοποιήσει τη διχοτόμηση. Το μόνο της ουσιαστικό κέρδος θα είναι το εδαφικό και αυτό όχι αμέσως, δηλαδή και αυτό ακόμη υπό αίρεση, αβέβαιο. Για το λόγο αυτόν επιβάλλεται το «όχι», διότι το μόνο βέβαιο που θα προκύψει από το σχέδιο Ανάν θα είναι η πλήρης νομιμοποίηση του Αττίλα.
Αν αντιθέτως, οι Ε/Κ ψηφίσουν «όχι», το μόνο βέβαιο θα είναι ότι θα συνεχίσουν να χαίρονται τα όσα πέτυχαν με τη δουλειά τους, καθώς και τα καινούργια αγαθά της Ε.Ε. Όλες οι αρνητικές συνέπειες που απειλούν οι διάφοροι διαλαλητές της «Νέας Τάξης» θα είναι αβέβαιες.
Όπως είπε ο Στέφανος Μάνος (τουλάχιστον στην προ ΠαΣοΚ πολιτεία του) για το σχέδιο Ανάν όταν πρωτοπαρουσιάστηκε, και μαθηματικώς ακόμη αν το εξετάσει κανείς, το 62% του 100% είναι περισσότερο από το 50% και λιγότερο του 100%. Δεν υπάρχει απολύτως κανένας λόγος που να συνηγορεί υπέρ του σχεδίου. Με ψύχραιμη, νηφάλια και ρεαλιστική μελέτη του, χωρίς κανέναν συναισθηματισμό, για να ανταποκριθούμε δεόντως και στην αναξιοπρεπή προτροπή ενός ξεπουλημένου Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας, τα πάντα οδηγούν στο «όχι».
Αφιέρωμα στο Σχέδιο Ανάν του ηλεκτρονικού περιοδικού Αντίβαρο