Τρεις παράγοντες που πρέπει να ληφθούν υπόψη στο επικείμενο δημοψήφισμα στην Κύπρο
2.4.2004
Αναδιφώντας πιο ψύχραιμα στα όσα συνέβησαν τις τελευταίες ημέρες στη Λουκέρνη, φαίνεται ότι η στάση των κυβερνήσεων της Ελλάδος και της Κύπρου ήταν το πρώτο γενναίο "όχι" του Ελληνισμού μετά το 1940. Χρειαζόταν πραγματική ανδρεία για να μην υποκύψουν στις απίστευτες πιέσεις της Λουκέρνης Ελλαδίτες και Κύπριοι. Ανδρεία όχι όμοια, αλλά πάντως αντίστοιχη με αυτή του Ιωάννη Μεταξά το 1940, που δεν δίστασε να μπει σε μάχη υπέρ του Ελληνισμού εν μέσω παγκόσμιας σύρραξης. Υπόψιν ότι ήταν και άλλες οι εποχές τότε. Η σημερινή διοίκηση Καραμανλή παρέλαβε μια καθαρά μειοδοτική πολιτική εν μέσω πλήρους ιδεολογικής κυριαρχίας του υποχωρητισμού, την οποία χωρίς τυμπανοκρουσίες μετέτρεψε σε μια εθνικά υπεύθυνη στάση.
Άκουγα όμως σήμερα το πρωί (2 Απριλίου 2004) στη ΝΕΤ τον Πρόεδρο του ΔΗΣΥ Ν. Αναστασιάδη, ο οποίος προφανώς είναι από τους μεγαλύτερους, αν όχι ο μεγαλύτερος υπέρμαχος του "ναι". Εξεπλάγην, διότι τα επιχειρήματά του μου φάνηκαν υποστηρίξιμα. Χρειάζεται πραγματικά ψυχραιμία, όπως ορθά επισημαίνουν όλα τα πολιτικά κόμματα, στην Κύπρο, αλλά και στην Ελλάδα, με πρώτο τον Πρόεδρο Παπαδόπουλο. Δεν είναι εν τέλει τελείως για πέταμα και τα όσα υποστηρίζει η άλλη πλευρά. Δεν έχει και τελείως άδικο ο κ. Αναστασιάδης και οι ομόφρονές του, ομιλεί με μια ρεαλιστική προσέγγιση της κατάστασης και υποστηρίζει με κάποια πειστικότητα ότι από αυτό που έχουμε πάμε σε κάτι αρκετά καλύτερο. Και νομικώς ίσως να είναι έτσι όπως τα λέει. Ο άνθρωπος μου φάνηκε πάντως αρκετά σοβαρός, σε αντίθεση με τους δικούς μας μειοδότες μαϊντανούς.
Αυτό που δεν λαμβάνει υπόψη του όμως ο κ. Αναστασιάδης και οι λοιποί ομόφρονές του, είναι τρεις κυρίως παράγοντες, εκ των οποίων ο τρίτος ειδικά, δεν έχει συζητηθεί καθόλου δημοσίως, εξ όσων γνωρίζω τουλάχιστον.
Ο πρώτος παράγοντας είναι μια σοβαρή ένσταση επί της διαδικασίας, που είναι ταυτόχρονα και η ισχυρότερη ένδειξη, γιατί πρέπει να ψηφίσει "όχι" η Ε/Κ πλευρά. Γιατί ειδικά τώρα έχουμε τόσες πολλές πιέσεις στην Ε/Κ κυρίως πλευρά; Και γιατί τώρα ειδικά η Τουρκία υπεχώρησε από την μέχρι πρότινος άκαμπτη στάση της ότι τάχα "το Κυπριακό λύθηκε το 1974". Η απάντηση είναι, ότι αυτά συμβαίνουν προφανέστατα ενόψει της ένταξης της Κυπριακής Δημοκρατίας, δηλαδή, νομικώς, ολόκληρης της νήσου στην Ε.Ε. Είναι σαφές αυτό ως πραγματικό δεδομένο.
Φαγώθηκαν λοιπόν οι Τούρκοι και όλοι οι ανά το κόσμο ευκαιριακοί φίλοι τους να "λυθεί" το Κυπριακό "τώρα", για να μπει το νησί "ενωμένο" στην Ε.Ε. Τόσο καιρό, όμως, γιατί δεν τους είχε πιάσει η πρεμούρα; Γιατί οι διαπραγματεύσεις που επί 30 χρόνια διεξάγονται δεν είχαν ονομαστεί "ιστορική ευκαιρία" και ονοματίζονται έτσι μόνον οι διαπραγματεύσεις που διεξάγονται σήμερα; Τούτο συμβαίνει, διότι προφανώς η διαπραγματευτική θέση της Ε/Κ πλευράς θα γίνει ακόμη ισχυρότερη μετά την ένταξη, μετά την 1η Μαΐου 2004. Αν ήδη έχουμε οδηγηθεί σε σοβαρές παραχωρήσεις από την πλευρά της Τουρκίας - γιατί όντως είναι σοβαρές παραχωρήσεις η αναγνώριση μίας κυριαρχίας, με τα δεδομένα που επικρατούσαν μέχρι πρόσφατα και ακόμη επικρατούν στη χώρα αυτή - πόσο μάλλον θα αλλάξει και άλλο το σκηνικό μετά την 1η Μαΐου, εάν φυσικά υπάρξουν οι κατάλληλοι διπλωματικοί χειρισμοί από ελληνικής πλευράς.
Ο δεύτερος παράγοντας, ως αντένσταση σε όσους μιλούν για "ιστορικό συμβιβασμό του ελληνισμού" είναι, ότι ο ιστορικός αυτός συμβιβασμός έγινε ήδη από Ε/Κ πλευράς με πλήρη αποδοχή μάλιστα εκ μέρους της Τουρκίας (και τη σύμφωνη γνώμη του Μακαρίου), όταν το 1977 συμφωνήθηκε ότι η λύση θα είναι "διζωνική, δικοινοτική". Στην πραγματικότητα, το "διζωνική" ήδη νομιμοποιούσε εν μέρει την εισβολή του Αττίλα. Οι Τ/Κ θα έπαιρναν "για αυτούς" ένα κομμάτι της Κύπρου. Αυτός όμως ο μεγάλος, πράγματι ιστορικός συμβιβασμός του 1977 δεν σήμαινε ότι θα φθάναμε στην ουσία σε μια ες αεί νομιμοποίηση μιας ιδιότυπης πράσινης γραμμής, έστω και αν αυτή υποχωρήσει κατά μερικά χιλιόμετρα. Διότι αυτό προβλέπει το σχέδιο Ανάν και αυτό είναι το βασικό πρόβλημα. Η διαίωνιση μιας ιδιότυπης διχοτόμησης. Και αυτό ακριβώς ετέθη ως μείζον ζήτημα από την ελληνική πλευρά με το μανδύα του "κοινοτικού κεκτημένου". Διζωνικότητα ναι, (ο ιστορικός συμβιβασμός του 1977, όπως είπαμε), δικοινοτικότητα ναι (αυτό υπήρχε και πριν), αλλά όχι κατάργηση εν πολλοίς της ελεύθερης κυκλοφορίας. Όχι στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων για τα μέλη της άλλης κοινότητας. Αυτό συνιστά κατ' ουσίαν δύο κράτη, δύο «εσωτερικές υπηκοότητες», έστω και αν τυπικώς η κυριαρχία και η διεθνής εκπροσώπηση είναι ενιαία. Ενιαίο κράτος χωρίς ελεύθερη κυκλοφορία εντός των εξωτερικών συνόρων του είναι κάτι πραγματικά πρωτοφανές και αδιανόητο. Δεν συνιστά "ιστορικό συμβιβασμό", συνιστά διαστροφή.
Ο τρίτος και σημαντικότερος, κατά τη γνώμη μου, παράγοντας, που δεν έχει συζητηθεί μέχρι σήμερα είναι ότι καλά τα σχέδια, καλά τα νομικά, αλλά η ουσία είναι η πράξη, το πώς θα εφαρμοσθεί δηλαδή η οποιαδήποτε συμφωνία. Και διερωτώμαι: Δεν γνωρίζουμε από τη μακραίωνη συμβίωσή μας είτε στο ίδιο είτε σε χωριστά κράτη με τον Τούρκο, πόσο βάναυσα ξέρει να καταπατεί το έθνος αυτό τους όποιους κανόνες; Δεν γνωρίζουμε ότι θα αξιώνει την μέχρι κεραίας τήρηση των συμπεφωνημένων από την άλλη πλευρά, ενώ ταυτόχρονα θα αναγνωρίζει στον εαυτό του το αυτονόητο και αναφαίρετο δικαίωμα να καταπατά οποτεδήποτε θελήσει την όποια συμφωνία με οποιαδήποτε σαθρή δικαιολογία; Εφόσον το γνωρίζουμε αυτό πάρα πολύ καλά και εφόσον γνωρίζουμε ότι δεν έχει αλλάξει, διότι ο Τούρκος ουδέποτε παραδέχθηκε ή ζήτησε συγγνώμη για τα εγκλήματα που έχει διαπράξει (όπως, ας πούμε, έχει κάνει η Γερμανία, η οποία μπόρεσε να θεμελιώσει έτσι μια ειλικρινή έστω και όχι πάντοτε εύκολη σχέση με τη Γαλλία), πώς περιμένουμε να λειτουργήσουν τα λίγα που προβλέπει υπέρ της ελληνικής πλευράς το σχέδιο Ανάν; Είναι μια μεγάλη ουτοπία να πιστεύουμε κάτι τέτοιο.
Στην πράξη αυτό σημαίνει πρώτα πρώτα ότι ούτε κανένας έποικος θα φύγει ποτέ, αλλά ούτε και πολλοί πρόσφυγες θα επιστρέψουν και, όσοι επιστρέψουν, θα τους γίνει ο βίος αβίωτος, όπως είναι τώρα η ζωή των εγκλωβισμένων στα κατεχόμενα. Να μου το θυμηθείτε: Αν, ο μη γένοιτο, γίνει δεκτό το σχέδιο και εφαρμοσθεί, θα έχουμε επίκληση ένα σωρό «ανθρωπιστικών λόγων» υπέρ των εποίκων και κατά των προσφύγων, για να μη φύγει ποτέ ο έποικος, για να μην αποδοθεί ποτέ κανένα σπίτι σε κανέναν πρόσφυγα. Αυτό θα σημαίνει, όμως, ακόμη παραπέρα, ότι οι Τ/Κ και, ακόμη περισσότερο, μέσω αυτών η Τουρκία θα κάνουν κατάχρηση όλων των υπερεξουσιών που της δίδουν οι συμφωνίες προκειμένου να κυβερνάει αυτή κατ’ ουσίαν, προκειμένου να εκβιάζει την Ε.Ε. ασκώντας δικαιώματα βέτο κλπ. για να πετύχει η Τουρκία την πολυπόθητη ένταξη, προκειμένου να μπορέσει να προσδώσει χαρακτήρα ακόμη πιο αυτόνομο διεθνώς στο Τ/Κ κρατίδιο, προκειμένου να κρατήσει περισσότερο στρατό για περισσότερο χρόνο, προκειμένου να μην τηρηθούν ίσως και ποτέ τα χρονοδιαγράμματα.
Αναρωτιέμαι, αυτό δεν το σκέφτονται όσοι γνώστες του ζητήματος μελετούν τα χαρτιά του σχεδίου Ανάν; Ένα νομικό κείμενο, όπως το σχέδιο, έχει πάντα πολλαπλές αναγνώσεις. Εκείνο που μετράει είναι η πράξη. Και η Ε/Κ πλευρά θα έχει ξοδέψει, αμέσως με την εφαρμογή του σχεδίου, όλα της τα βαρέα πυρομαχικά (διεθνή αναγνώριση μόνης της Κυπριακής Δημοκρατίας, ένταξη στην Ε.Ε.), χωρίς να έχει πλέον κανένα ισχυρό χαρτί να «παίξει», ώστε να αποτρέψει τον εκφυλισμό και αυτού ακόμη του αρκετά ετεροβαρούς σχεδίου Ανάν.
Φρονώ, λοιπόν, ότι επιβάλλεται το «όχι» στην Ε/Κ πλευρά, προκειμένου να υπάρξει νέα διαπραγμάτευση, μετά την 1η Μαΐου 2004, ακολουθώντας εμείς πλέον την πάγια Τουρκική τακτική. πατώντας δηλαδή στα όσα απεδέχθη η Τουρκία στη Λουκέρνη, να διεκδικήσουμε την ικανοποίηση των βασικών αρχών δημοκρατίας και ελευθερίας που πρέπει να χαρακτηρίζουν τη νέα ελεύθερη από κάθε δεσμεύσεις Κύπρο. Την Κύπρο που θα δεσμεύεται μόνον από τις αρχές της δημοκρατίας, της ελευθερίας, της ισονομίας και της ισοπολιτείας, όπως κάθε χώρα της Ε.Ε.
Γεώργιος Ι. Μάτσος
Αφιέρωμα στο Σχέδιο Ανάν του ηλεκτρονικού περιοδικού Αντίβαρο