Κυπριακό και Λογική

            Οι λέξεις «Κύπρος» και «τραγωδία» γειτονεύουν συχνά στον πολιτικό λόγο της μεταπολεμικής Ελλάδας: το Κυπριακό ήταν πάντα ένα θέμα φορτισμένο συγκινησιακά. Και όχι αναίτια: αρκεί να θυμηθούμε ότι το πολιτειακό μας καθεστώς θεμελιώθηκε πάνω στην τουρκική εισβολή[1], όπως το γεφύρι της Άρτας πάνω στου πρωτομάστορα την όμορφη γυναίκα.

            Όμως το Κυπριακό είναι παράλληλα ένα πολύπλοκο διεθνές θέμα. Δηλαδή ένα σημείο σύγκρουσης πολλών δυνάμεων και πολλών συμφερόντων. Κάθε αλλαγή σκηνικού σημαίνει αλλαγή ισορροπιών, ενδεχομένως με τη βία όπως έγινε το 1974. Σε τέτοια θέματα, λογική σημαίνει ανάλυση του τι θέλει ο κάθε ενδιαφερόμενος και ανάλογη διαμόρφωση στρατηγικής. Όποιος την αποφεύγει, τις δικές του πιθανότητες επιτυχίας μειώνει – γιατί οι άλλοι την χρησιμοποιούν. Η λογική αντιμετώπιση είναι αναγκαία.

            Με μόνο δεδομένο την πολυπλοκότητα του προβλήματος, διαπιστώνουμε ότι όποιο κι αν επικρατήσει, το Ναι ή το Όχι, το Κυπριακό δεν λύνεται[2]: ουσιαστική επίλυση σημαίνει ότι κάποιος επικρατεί αποφασιστικά απέναντι στους υπόλοιπους.  Συμβιβαστική επίλυση σημαίνει ότι τα αντίπαλα συμφέροντα παραμένουν, ίσως με μικροαλλαγές συσχετισμών, αλλά κυρίως με αλλαγή πλαισίου, αλλαγή φάσης. Και αλλαγή φάσης θα υπάρξει αναγκαστικά με την ένταξη της (όποιας) Κύπρου στην ΕΕ (Ευρωπαϊκή Ένωση). Άρα, το πρόβλημα επαναδιατυπώνεται ως εξής:

            Ποια συμφέροντα ευνοεί η ένταξη με το σχέδιο Ανάν και ποια η ένταξη χωρίς αυτό;

            Πριν προχωρήσουμε παραπέρα, μπορούμε ήδη να εντοπίσουμε ένα ιδεολόγημα, ένα μύθο: το μύθο της τελευταίας ευκαιρίας, που επικαλούνται οι οπαδοί του Ναι. Όντως είναι τελευταία ευκαιρία πριν την ένταξη. Ευκαιρία για ποιον;

Αν επικρατήσει το Όχι, το πρόβλημα της ένταξης της Βόρειας Κύπρου θα παραμείνει ανοιχτό και οι σχέσεις Τουρκίας – ΕΕ θα το κουβαλάν σαν αγκάθι. Με το Ναι, τα διάφορα προβλήματα (συμβίωσης, εξουσίας, …) θα μεταφερθούν στο εσωτερικό του νέου κράτους: αυτό ευνοεί όσους συνηθίζουν να παρεμβαίνουν (με το αζημίωτο) στα εσωτερικά μικρών κρατών. Αντίθετα, με το Όχι η δυσλειτουργική ΕΕ φορτώνεται ένα επιπλέον πρόβλημα διεθνών σχέσεων ενώ ο ρόλος των ΗΠΑ στις μελλοντικές ρυθμίσεις μειώνεται αναγκαστικά: αν για κάποιους το Ναι είναι ευκαιρία (σίγουρα όχι η τελευταία), είναι για τις ΗΠΑ, την Τουρκία, την ΕΕ.

            Ο μύθος της τελευταίας ευκαιρίας συνοδεύεται συνήθως με το επιχείρημα ότι το Ναι λύνει το πρόβλημα (με συμβιβασμό ίσως, αλλά δεν μπορούμε να τάχουμε όλα δικά μας, πάντως το λύνει), ενώ το Όχι παγώνει την κατάσταση και διαιωνίζει τη διχοτόμηση. Επιχείρημα κατεξοχήν α-λογικό, αυθαίρετο, ανυπόστατο.

            Όποιες και νάναι οι αρετές και τα ψεγάδια του, το σχέδιο Ανάν είναι στα χαρτιά. Το πέρασμα στην πράξη τέτοιων σχεδίων δεν είναι ποτέ αυτόματο, ιδίως όταν επιβάλλεται στους ενδιαφερόμενους χωρίς δυνατότητα τροπολογιών. Η εφαρμογή της κάθε διάταξης θα δημιουργήσει και θα οξύνει ανταγωνισμούς κάθε λογής, διακοινοτικούς αλλά και μέσα σε κάθε κοινότητα. Οι εσωτερικές αντιθέσεις θα οξυνθούν και οι εξωτερικές παρεμβάσεις θα πολλαπλασιαστούν.

            Αντίθετα η κατάσταση δεν παγώνει με το Όχι. Παραμένει ανοιχτό το ζήτημα της σχέσης της Βόρειας Κύπρου με την ΕΕ, άσχετα αν κάποιες χώρες αναγνωρίσουν το κατοχικό κράτος ή όχι[3]. Όχι απλώς ανοιχτό, αλλά επιτεινόμενο. Τα τελευταία τριάντα χρόνια η απόσταση του βιοτικού επιπέδου των δύο κοινοτήτων έχει σημαντικά αυξηθεί υπέρ των ελληνοκυπρίων, και δεν πρόκειται η μονομερής ένταξη στην ΕΕ να ανακόψει αυτή την τάση. Γι αυτό και οι τουρκοκύπριοι, ακόμα και οι έποικοι, αρχίζουν να μεταστρέφονται μαζικά, να προτιμούν την επανένωση με τους ελληνοκύπριους παρά την εξάρτηση από την Τουρκία, να θεωρούν τα τουρκικά στρατεύματα στρατό κατοχής. Η ίδια η Τουρκία (ή τουλάχιστον ένα σημαντικό τμήμα της ηγεσίας της) επιζητεί την ένταξη στην ΕΕ, συνεπικουρούμενη από την αμερικανική διπλωματία, με τη Βόρεια Κύπρο σαν προμετωπίδα. Και η Ευρώπη έχει για στρατηγικό δόγμα την επέκτασή της σε αφομοιώσιμους πληθυσμούς προς τα ανατολικά.

Το Κυπριακό μένει επομένως ανοιχτό, είτε με το Ναι είτε με το Όχι. Αυτό που αλλάζει, και στις δύο περιπτώσεις, είναι οι όροι διαπραγμάτευσής του. Πρέπει, δηλαδή, να αναζητηθεί ποιοι όροι είναι ευνοϊκότεροι. Που σημαίνει βέβαια να ξέρουμε τι ζητάμε.

Αν το ζητούμενο είναι μια ενιαία Κύπρος, το κράτος αυτό δε θα είναι βιώσιμο αν δεν υπάρχει μια ουσιαστική ισοτιμία μεταξύ των κοινοτήτων που το απαρτίζουν. Το εγχείρημα είναι από μόνο του δύσκολο, όπως δείχνουν τα παραδείγματα του Βελγίου, της Ιρλανδίας ή της Ρουάντας[4], πόσο μάλλον αν η μια κοινότητα θέλει να καθυποτάξει την άλλη, ακόμα χειρότερα αν οι δύο κοινότητες προσφεύγουν σε μητέρες πατρίδες εχθρικές μεταξύ τους, όπως π.χ. η Αρμενία και το Αζερμπαϊτζάν. Σε τέτοιες περιπτώσεις δυο χωριστά κράτη με σχέσεις καλής γειτονίας ίσως είναι προτιμότερα. Κι αν η λέξη «διχοτόμηση» προκαλεί (συναισθηματική) αλλεργία, ας χρησιμοποιηθούν άλλες, όπως «βελούδινο διαζύγιο».

Αν όμως υπάρχουν λόγοι οικονομίας, γεωγραφίας και αμοιβαίας εμπιστοσύνης που καθιστούν ένα τέτοιο κράτος βιώσιμο, αυτό θα πρέπει να αντικαθρεφτίζεται και στους θεσμούς του. Οι οποίοι οφείλουν να αμβλύνουν τις αντιθέσεις, να θεσπίζουν ισοτιμία, και να έχουν ασφαλείς και αποδεκτούς  μηχανισμούς διαιτησίας. Και το σχέδιο Ανάν δεν κάνει αυτό.

Το απαράδεκτο στο σχέδιο Ανάν είναι ότι φτιάχνει ένα κράτος υπό κηδεμονία. Ένα προτεκτοράτο. Στο οποίο οι αντιθέσεις μεταξύ των μητέρων-πατρίδων (και οι εσωτερικές αντιθέσεις μέσα σ’ αυτές) θα μεταφέρονται και θα τροφοδοτούν τις ενδοκυπριακές αντιθέσεις, και θα ανατροφοδοτούνται από αυτές. Στο οποίο ενισχύεται αναγκαστικά ο ρόλος των προστατών, Βρετανίας και ΗΠΑ, άτυπων αλλά ουσιαστικών επιδιαιτητών, που θα μπορούν να προκαλούν και εσωτερικές κρίσεις αν χρειαστεί. Η μείωση των τουρκικών δυνάμεων κατοχής αντισταθμίζεται και με το παραπάνω από τη διαιώνιση του καθεστώτος των εγγυητριών δυνάμεων, δηλαδή την αναγνώριση του θεσμικού τους ρόλου. Αξίζει να σημειωθεί ότι η ασφάλεια του νησιού ανατίθεται αποκλειστικά στους στρατούς των μητέρων-πατρίδων (μαζί με τις βρετανικές βάσεις που σφυρίζουν αδιάφορα χωρίς κανείς να τις θίγει): οι συνιστώσες πολιτείες δεν μπορούν να έχουν ούτε καν δική τους πολιτοφυλακή.

Αν το σχέδιο δεν περπατήσει, το επόμενο βήμα ίσως είναι μια διπλή Ένωση, με επιμήκυνση της γραμμής των ελληνοτουρκικών συνόρων και καλές μπίζνες για τους κατασκευαστές μαχητικών αεροπλάνων. Αν πάλι περπατήσει(;), έχουμε μια κηδεμονευόμενη διχοτόμηση. Αυτό θέλουμε;

Το πρόβλημα είναι αρκετά περίπλοκο και διχάζει πολλούς πολιτικούς χώρους[5]. Οι παραπάνω σκέψεις κάθε άλλο παρά το εξαντλούν. Απλά επιχειρούν να προσανατολίσουν τον προβληματισμό προς κάποιες αρχές. Αρχές  που προφανώς δεν πέρασαν απαρατήρητες κι από την ελληνική κυβέρνηση, η οποία καλώς δεν πήρε θέση (τουλάχιστον όσο γράφονται αυτές οι γραμμές). Εάν πάρει θέση υπέρ του Ναι ή του Όχι, διεκδικεί για τον εαυτό της το ρόλο της εγγυήτριας δύναμης, άρα αυτόματα αναγνωρίζει και στην Τουρκία τον ίδιο ρόλο, αυτόματα υπονομεύει την αυτοδιάθεση των Κυπρίων. Παρόλο που, στον κόσμο που ζούμε, οι κυβερνήσεις δεν έχουν απεριόριστο εύρος διπλωματικών ελιγμών εν ονόματι αρχών, θα ήταν ευχής έργο η ελληνική κυβέρνηση να τηρήσει στάση αναμονής μέχρι τέλους.

Ως το δημοψήφισμα, όσοι προσβλέπουν σε ένα ενιαίο ανεξάρτητο Κυπριακό κράτος, βιώσιμο, με αλληλοσεβασμό των κοινοτήτων και μη υπονομευμένο, μπορούν να ελπίζουν ότι οι Κύπριοι θα ψηφίσουν Όχι. Η Ιστορία δεν θα σταματήσει. Αρκεί οι δύο κοινότητες να θέλουν να συμβιώσουν ειρηνικά: Όταν το διαπιστώσουν, κάποιο  νέο σχέδιο θα φτιαχτεί, και θα είναι αποδεκτό. Ως τότε, καλό είναι να μην φορτώνουμε τη Λογική με ιδεολογήματα ξένα προς αυτή.

Βένιος Αγγελόπουλος

14.4.2004

Μαθηματικός



[1] Της οποίας οι ηθικοί αυτουργοί, δηλαδή οι οργανωτές του Ιωαννιδικού πραξικοπήματος, αμνηστεύθηκαν πριν καν διωχθούν, για λόγους σκοπιμότητας.

[2] Ίσως επειδή ενδόμυχα το υποψιαζόμαστε, δεν έχουμε (ακόμα;) χωριστεί σε δυο αντίπαλα στρατόπεδα, κατηγορώντας οι μεν τους δε για εθνοκαπηλεία ή εθνοπροδοσία.

[3] Η Ανατολική Γερμανία ήταν αναγνωρισμένη από κάπου εκατό χώρες. Εντάχθηκε όμως στην ΕΕ ως νέο έδαφος της Δυτικής Γερμανίας όταν άλλαξαν οι καταστάσεις. Έχουμε διπλωματικό προηγούμενο.

[4] Όπου οι προαιώνιοι εχθροί Τούτσι και Χούτου αλληλοσκοτώνονται αποτελεσματικότερα με μοντέρνα όπλα πλέον.

[5] Γιατί άραγε τα περί συμμετοχικής δημοκρατίας, ανοιχτού κόμματος, νέας εποχής ξεχάστηκαν στο ΠΑΣΟΚ; Ήταν ευκαιρία για ένα κομματικό δημοψήφισμα χωρίς γνωστό από πριν αποτέλεσμα.

 

 

 


Αφιέρωμα στο Σχέδιο Ανάν του ηλεκτρονικού περιοδικού Αντίβαρο

http://www.oxistosxedioanan.com

http://www.antibaro.gr