Κώστας Καραμανλής και Κυπριακό: Ενώπιος ενωπίω
Ορθολογιστικές διπλωματικές
επιλογές, αν και δεν είναι εύκολες επειδή
απαιτούν κοπιαστικές προσπάθειες πειθούς
της Τουρκίας, των συνεταίρων μας στην ΕΕ και
των άλλων ενδιαφερόμενων κρατών, υπό τις
περιστάσεις είναι εν τούτοις η λιγότερο
ζημιογόνα πορεία.
Του Παναγιώτη Ήφαιστου*
Η απόφαση που πρέπει να
πάρει τις επόμενες μέρες ο Κώστας
Καραμανλής για το Κυπριακό είναι ζήτημα
ζωής ή θανάτου για εκατοντάδες χιλιάδες
Έλληνες. Ποτέ άλλοτε ένας τόσο νέος
πρωθυπουργός σε τόσο σύντομο χρόνο μετά την
εκλογή του δεν χρειάστηκε να πάρει μια τόσο
μεγάλη απόφαση. Η απόφαση αυτή, εξάλλου, σε
τίποτα δεν μοιάζει με την ανάλογη απόφαση
του Κωνσταντίνου Καραμανλή το 1959. Τότε ήταν
απόφαση για μια λιγότερο ή περισσότερο
προβληματική ανεξαρτησία, σήμερα είναι
απόφαση για το κατά πόσο θα συνεχιστεί ή θα
τερματιστεί η τρισχιλιετής παρουσία των Eλλήνων
στην Κύπρο. Ποιοτικά, εξάλλου, σχετίζεται
λιγότερο με γραφειοκρατικές ή
τεχνοκρατικές αναλύσεις και περισσότερο με
πρωταρχικά και θεμελιώδη ζητήματα για τους
στρατηγικούς προσανατολισμούς της Ελλάδας
και των εξαρτημένων από αυτήν Eλλήνων της
Κύπρου. Ακόμη, αυτήν την κρίσιμη στιγμή ο
Κώστας Καραμανλής καλείται να αποφασίσει
υπό το βάρος των ολέθριων λαθών των
προκατόχων του. Με τις αποφάσεις τους οι
προκάτοχοί του Κώστα Καραμανλή ουσιαστικά
τον παγίδεψαν επειδή με τη συμφωνία της
Νέας Υόρκης προβλέπεται ότι το μέλλον των Kυπρίων
αποφασίζεται από τον Γ.Γ. του ΟΗΕ, εξέλιξη
που μάλλον δεν έχει προηγούμενο στην
ιστορία του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Αυτό
γιατί, πρώτο, η ίδρυση μιας πολιτείας είναι
απόρροια συλλογικών κοσμοθεωρητικών
θεμελιωδών αποφάσεων ενός λαού που αξιώνει
να είναι ανεξάρτητος και, δεύτερο, τα
κοινωνικοπολιτικά συστήματα δεν είναι δοτά
αλλά απορρέουν από την κοινωνική βούληση
και διαμορφώνονται στον τόπο και στο χρόνο
υπό συνθήκες διαρκών κοινωνικοπολιτικών
ελέγχων, εξισορροπήσεων και άσκησης λαϊκής
κυριαρχίας. Αυτούς τους θεμελιώδεις ρόλους
του κοινωνικοπολιτικού γίγνεσθαι, λοιπόν,
με προπέτεια ο σημερινός Γ.Γ. του ΟΗΕ
καταχρηστικά τους θεωρεί προνόμιό του και
όλως περιέργως πολλοί Έλληνες το δέχονται
αδιαμαρτύρητα.
Υπό το πιο πάνω πρίσμα, σκοπός των γραμμών
που ακολουθούν είναι να αποκρυσταλλωθούν
τα βασικά διλήμματα του Kυπριακού όπως
τίθενται στο σταυροδρόμι των μεγάλων
αποφάσεων στο οποίο βρέθηκε ο Κώστας
Καραμανλής, μερικές μόνο μέρες μετά την
εκλογή του. Βασική λοιπόν θέση που
υποστηρίζεται εδώ, είναι ότι για να
εξευρεθεί βιώσιμη λύση του Kυπριακού, για να
αποφευχθεί η διχοτόμηση της Κύπρου και για
να διαφύγουμε τον κίνδυνο μιας παντοτινής
τουρκοβρετανικής επικυριαρχίας στην Κύπρο,
που μας ξαναφέρνει πίσω στην αποικιακή
εποχή, είναι αναγκαίο να απαγκιστρωθούμε
από τη δύσκολη θέση στην οποία περιήλθαμε
τα δύο τελευταία χρόνια μετά την υποβολή
του Σχεδίου Αναν. Ανεξαρτήτως τακτικών
χειρισμών για τους οποίους ο υπογράφων δεν
είναι αρμόδιος, θα θέλαμε να τονίσουμε και
να αναλύσουμε τρεις κυρίως πτυχές που
αφορούν στους στρατηγικούς
προσανατολισμούς:
Κατά πρώτον, οι βασικοί σκοποί της
στρατηγικής μας την τελευταία δεκαετία που
αποτελούν και τις κατευθυντήριες γραμμές
των τακτικών μας χειρισμών σήμερα, είναι οι
εξής: Πρώτο, να επανενωθεί η Κύπρος. Δεύτερο,
να κατοχυρωθούν τα ανθρώπινα δικαιώματα
όλων των Kυπρίων. Τρίτο, να μην επαναληφθούν
οι αποικιακού χαρακτήρα εγγυήσεις. Τέταρτο,
να διασφαλιστούν οι δημοκρατικές δομές της
κυπριακής πολιτείας. Εκπλήρωση αυτών των
σκοπών δεν είναι μόνο προς το συμφέρον των Eλλήνων
αλλά και των Tουρκοκυπρίων και του
τουρκικού λαού επειδή έτσι διασφαλίζεται
ότι οι Kύπριοι μελλοντικά θα διαθέτουν μια
βιώσιμη πολιτεία που δεν θα αποτελεί εστία
ελληνοτουρκικών τριβών και συγκρούσεων.
Κατά δεύτερον, ο κίνδυνος στην παρούσα φάση
(μέχρι την 1η Μαΐου) έγκειται στο γεγονός ότι
επισπεύδεται η υιοθέτηση, πριν από την
ένταξη, πολιτειακών ρυθμίσεων που
αντίκεινται στην κοινοτική έννομη τάξη και
που γι’ αυτό αναιρούν τους προαναφερθέντες
θεμελιώδεις σκοπούς της στρατηγικής μας.
Ουσιαστικά, αυτό που επιδιώκουν οι
κυβερνήσεις της Τουρκίας και της Βρετανίας
είναι 1ον) να καταργηθεί η Κυπριακή
Δημοκρατία και 2ον) να διχοτομηθεί το νησί
πριν από την οριστική ένταξη της Κύπρου
στην ΕΕ την 1η Μαΐου. Έτσι, αντί το γεγονός
της ένταξης να διαμορφώσει λύση στη βάση
βιώσιμων λειτουργικών πολιτειακών
ρυθμίσεων, συμβατών με την κοινοτική έννομη
τάξη, θα συμβεί το αντίθετο: Επαχθείς για
τον κυπριακό λαό «συμφωνίες» ουσιαστικά
επιβάλλονται εκβιαστικά πριν από την
οριστικοποίηση της ένταξης, για να
ενσωματωθούν στην Πράξη Προσχώρησης και να
κατοχυρωθεί έτσι η διχοτόμηση ως…
κοινοτική έννομη τάξη. Βασικά, θα
συντελεστεί η διχοτόμηση που επί
τριακονταετία απορρίπταμε και θα τεθεί -τόσο
όσον αφορά στο Σύνταγμα όσο και όσον αφορά
στο διεθνοπολιτικό καθεστώς της Κύπρου- το
νησί υπό παντοτινή τουρκοβρετανική
συγκυριαρχία. Έτσι, η Κύπρος αντί γέφυρας
φιλίας και συνεργασίας μεταξύ Ελλάδας και
Τουρκίας θα καταστεί εστία τριβών και
αστάθειας.
Ακόμη πιο σημαντικό, ενώ οι ελληνοτουρκικές
σχέσεις δεν θα ομαλοποιηθούν, η Τουρκία,
χωρίς όρους και προϋποθέσεις, θα
τροχοδρομηθεί προς πλήρη ένταξη στην ΕΕ,
έχοντας μάλιστα ως εργαλείο διπλωματικών
και στρατιωτικών εκβιασμών κατά της
ελληνικής διπλωματίας το μελλοντικό
κυπριακό κρατίδιο, για το οποίο ο Tούρκος υπEξ
δεν δίστασε να μας πληροφορήσει πρόσφατα
πως μέχρι την τελική ένταξη της ίδιας της
Τουρκίας πολλές πρόνοιες του Σχεδίου Ανάν
δεν θα ισχύουν. Ας μην ξεχνάμε ότι η άνευ
όρων και προϋποθέσεων πορεία της Τουρκίας
προς την ΕΕ ευνοεί τους χειρισμούς εκείνων
των κρατών της Ευρώπης, τα οποία παγίως
επιθυμούν μια πολιτικά αδύναμη ΕΕ και που
ευνοούν μια ευρωπαϊκή άμυνα υποταγμένη
στους μεταψυχροπολεμικούς στρατηγικούς
σχεδιασμούς της Ουάσινγκτον. Η Τουρκία -απαλλαγμένη
πλέον όρων και προϋποθέσεων- θα αποτελεί
ένα φοβερό όπλο μεταλλαγής της Ευρώπης ενώ,
ταυτόχρονα, θα θρέφονται οι ηγεμονικές-αναθεωρητικές
τάσεις των ηγετών της Άγκυρας. Όμως, τέτοιες
εξελίξεις δεν συνάδουν με τις προσδοκίες
μας για διακρατικές σχέσεις βασισμένες στο
διεθνές δίκαιο, για τερματισμό των
αναθεωρητικών αξιώσεων της Άγκυρας στην
Κύπρο και στο Αιγαίο και για αποδοχή από την
Άγκυρα πως η σταδιακή προσχώρηση της
Τουρκίας στην ΕΕ θα πληροί συγκεκριμένους
όρους και προϋποθέσεις, αρχής γενομένης με
την αποδοχή μιας βιώσιμης λύσης του
κυπριακού προβλήματος.
Εκτιμούμε ότι στην παρούσα φάση υπάρχει μια
μόνο διέξοδος: Με δεδομένη την τουρκική
αδιαλλαξία των δεκαπέντε τελευταίων μηνών
η ελληνική πλευρά είναι νομιμοποιημένη να
επιδιώξει απαγκίστρωση από την
προβληματική διαδικασία στην οποία
βρισκόμαστε αυτήν τη στιγμή. Αναμφίβολα, θα
ήταν καλύτερα εάν το σχέδιο του Γ.Γ. του ΟΗΕ
που υποβλήθηκε το Φθινόπωρο 2002 ήταν συμβατό
με την ιδιότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας
ως πλήρους μέλους της ΕΕ. Αν και τα ολέθρια
λάθη και παραλείψεις των προκατόχων του
Κώστα Καραμανλή έθεσαν τις
διαπραγματεύσεις σε λάθος βάση, υπάρχουν εν
τούτοις ακόμη περιθώρια για εύστοχους
διπλωματικούς χειρισμούς που θα μας
επιτρέψουν, ενδεχομένως, να εξέλθουμε του
αδιεξόδου.
Πιο συγκεκριμένα, υπό το φως των εξελίξεων
μετά τη συμφωνία της Νέας Υόρκης, οι
κυβερνήσεις της Κύπρου και της Ελλάδας θα
μπορούσαν να ζητήσουν από τον Γ.Γ. του ΟΗΕ να
μην υποβάλει σχέδιο λύσης που οδηγεί σε μια
μη βιώσιμη πολιτεία. Εάν, παραταύτα, ο Γ.Γ.
καταχραστεί το ρόλο του (ο Γ.Γ. είναι
εντολοδόχος και όχι εντολέας των
εμπλεκομένων κρατών), τότε η ελλαδική και
κυπριακή πολιτική ηγεσία θα πρέπει να
αποφύγουν να θέσουν τον κυπριακό λαό
μπροστά στο εκβιαστικό δίλημμα υπερψήφισης
ενός σχεδίου διχοτομικής λύσης, το οποίο
δεν θα δημιουργεί μια βιώσιμη κυπριακή
πολιτεία, το οποίο δεν θα είναι συμβατό με
το διεθνές δίκαιο και το οποίο, επιπλέον,
δεν θα είναι συμβατό με την κοινοτική
έννομη τάξη. Στη συνέχεια και με δεδομένο το
γεγονός της πλήρους ένταξης της Κύπρου στην
ΕΕ την 1η Μαΐου, θα μπορούσαμε να αναλάβουμε
πρωτοβουλίες σε τρία τουλάχιστον επίπεδα.
Στο επίπεδο του Γ.Γ. του ΟΗΕ από τον οποίο θα
ζητούμε υποβολή νέου σχεδίου συμβατού με το
γεγονός της πλήρους ένταξης στης Κύπρου
στην ΕΕ, στο επίπεδο της ΕΕ όπου θα
απαιτήσουμε ανάπτυξη πρωτοβουλιών
επίλυσης του κυπριακού προβλήματος σύμφωνα
με την κοινοτική έννομη τάξη και στο
επίπεδο της Άγκυρας στην οποία θα θέσουμε
την προοπτική μιας συνολικής επίλυσης των
ελληνοτουρκικών προβλημάτων, αρχής
γενομένης με το κυπριακό ζήτημα. Εάν μια
τέτοια προσέγγιση δεν τελεσφορήσει άμεσα,
δεν πρέπει να ανησυχούμε:
Πρώτο, δεν υπάρχει επαχθέστερη λύση από
αυτήν που βρίσκεται στο τραπέζι αυτήν τη
στιγμή: Το νησί διχοτομείται, στη θέση της
εδραίας Κυπριακής Δημοκρατίας, που
καταργείται, εγκαθιδρύεται ένα μη βιώσιμο
κρατίδιο και αυτή η καταστροφική για όλους
εξέλιξη συνοδεύεται από μια προβληματική
επικυριαρχία ξένων δυνάμεων που θα θρέφει
τις ηγεμονικές αξιώσεις της Άγκυρας.
Δεύτερο, έχοντας σε πρώτη φάση αποφύγει τη
διχοτόμηση και την κατάργηση της Κυπριακής
Δημοκρατίας, θα αναπτύξουμε με ψυχραιμία
και προσοχή τις προαναφερθείσες
πρωτοβουλίες με έναν και μοναδικό σκοπό: Τη
χωρίς χρονικά και εκβιαστικά διλήμματα
επανέναρξη διαπραγματεύσεων επανένωσης
της Κύπρου, με όρους διεθνούς δικαίου και
υπό το πρίσμα των προνοιών της Πράξης
Προσχώρησης που προβλέπει την εφαρμογή της
κοινοτικής έννομης τάξης στην Κυπριακή
Δημοκρατία. Αυτό μακρόχρονα συμφέρει τους Eλληνοκύπριους,
τους τουρκοκύπριους, την Ελλάδα, την
Τουρκία και ευρύτερα την ειρήνη και τη
σταθερότητα στην περιοχή. Αν και δεν μας
διαφεύγει ότι αν πάρουμε μια τέτοια απόφαση
ο αγώνας θα είναι δύσκολος, τίποτα δεν
συνηγορεί με τη θέση που μερικοί εκφράζουν?
πως συντρέχουν, δήθεν, λόγοι ανωτέρας βίας
που μας υποχρεώνουν εδώ και τώρα να
βιαστούμε να αποδεχθούμε τα τετελεσμένα
της βίας, τον εγκλωβισμό των Kυπρίων στις
δομές ενός μη βιώσιμου κράτους και την
εγκαθίδρυση μιας εστίας τριβών και
συγκρούσεων στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Εν ολίγοις, η βιώσιμη λύση του Kυπριακού όχι
μόνον αποτελεί μέγιστο ελληνικό εθνικό
συμφέρον αλλά, επιπλέον, αποτελεί
προϋπόθεση μελλοντικών σταθερών και
ειρηνικών διακρατικών σχέσεων στην περιοχή
μας.
Τέλος, ορθολογιστικές διπλωματικές
επιλογές, όπως οι πιο πάνω, αν και δεν είναι
εύκολες επειδή απαιτούν κοπιαστικές
προσπάθειες πειθούς της Τουρκίας, των
συνεταίρων μας στην ΕΕ και των άλλων
ενδιαφερόμενων κρατών, υπό τις περιστάσεις
είναι εν τούτοις η λιγότερο ζημιογόνα
πορεία: Αφενός διασώζει την Κυπριακή
Δημοκρατία και αφήνει περιθώρια μιας
βιώσιμης λύσης μελλοντικά και αφετέρου
διανοίγει τη δυνατότητα εκμετάλλευσης του
γεγονότος της ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ
για την προώθηση βιώσιμων πολιτειακών
διευθετήσεων. Είναι απείρως προτιμότερο να
αποδυθούμε σ’ έναν κοπιαστικό διπλωματικό
αγώνα μερικών μηνών -ουσιαστικά για να
διορθωθούν τα ολέθρια διπλωματικά λάθη και
παραλείψεις της προηγούμενης κυβέρνησης-
παρά να δεχθούμε εδώ και τώρα πρόχειρες
διευθετήσεις που εξυπηρετούν εφήμερες
ηγεμονικές σκοπιμότητες του Λονδίνου και
της Άγκυρας και που οδηγούν σε αστάθεια και
προβλήματα, μπροστά στα οποία τα προβλήματα
που δημιούργησε η Συνθήκη της Ζυρίχης θα
ωχριούν. Η τελευταία γραμμή μάχης θα είναι
το δημοψήφισμα όπου, όμως, η απόρριψη του
Σχεδίου που καταργεί την Κυπριακή
Δημοκρατία, αν και όχι χωρίς πολιτικό
κόστος, θα είναι εν τούτοις η τελευταία
ελπίδα διάσωσης των Eλλήνων από βέβαιη και
ολοκληρωτική καταστροφή.
* Καθηγητής, Διεθνείς Σχέσεις και Στρατηγικές Σπουδές, Έδρα Jean Monnet για την Ευρωπαϊκή Πολιτική Ολοκλήρωση Πάντειον Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών
Αφιέρωμα στο Σχέδιο Ανάν του ηλεκτρονικού περιοδικού Αντίβαρο